ίμ
Σπετσιέρη (1858–1943).
Έκτοτε, η ζωντανή επαφή του με το ιερό σμήνος των αγίων Αναργύρων ήταν καθημερινή μέχρι το τέλος της
ζωής του. Το πόσο μεγάλος ήταν ο σύνδεσμός του με τους αγαπημένους αγίους του,
το φανερώνουν τα πολλά θαυμαστά περιστατικά που ο ίδιος εμπιστευόταν και αποκάλυπτε
στους πλησίον του πατέρες, αλλά και από τις εκδηλώσεις θαυμασμού που του
διέφευγαν πηγαία και αυθόρμητα. Αποσιωπούσε πολλά λόγω ταπεινοφροσύνης. Και
αρκετά πάλι, παρ’ όλο που τα ομολογούσε, δεν γίνονταν αντιληπτά από τους πατέρες.
Όταν μιλούσε για τους αγίους Αναργύρους μειδίαζε χαριτωμένα κι έλαμπε το πρόσωπό του κι αυτό, αν μη τι άλλο, πρόδιδε την αγάπη του γι’ αυτούς. Αποκαλούσε τους αγίους Αναργύρους «τα χρυσά μου τα παλικάρια!»· τον δε προεξάρχοντά τους, άγιο Παντελεήμονα, «το χρυσό μου το παλικάρι!».
Ο παπα–Αβράμιος, από τη συνοδεία των «Αβραμαίων», μας διηγείται: «Όταν φιλοξενούνταν ο παππούς προς το τέλος της ζωής του στην Καλύβη μας, στη Θεία Λειτουργία τού δίναμε να ψάλλει το απολυτίκιο των αγίων Αναργύρων. Άρχιζε με τη βαριά του φωνή να ψέλνει: “Τὴν εἰκοσάριθμον ἔνθεον φάλαγγα…” κλπ. Κι όταν έφτανε στο τέλος του απολυτίκιου έλεγε: “Τα χρυσά μου τα παλικάρια!...”».
Οι θαυματουργικές ιάσεις που δέχθηκε από τους αγίους τού χάρισαν μια απόλυτη εμπιστοσύνη και μια χαριτωμένη φιλία μαζί τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρεί ο ίδιος μέσα του δεδομένο ότι θα λυθεί αυτό που ζητούσε από τους αγίους Αναργύρους, είτε για τον εαυτό του είτε για τους άλλους. Διαφορετικά, «ἐσκλήρυνε τοῦ αἰτεῖσθαι» (επέμενε με γρανιτένια υπομονή ακόμη περισσότερο στα αιτήματα των δεήσεών του), μέχρι να λάβει το αίτημα που ζητούσε διά της προσευχής. Κι αυτό, όχι μόνο σε θέματα υγείας σωματικής ή πνευματικής, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα ήταν πάντα έτοιμος να καταφύγει προς τους αγίους του.
Πολλές φορές μιλούσε με τους αγίους μόνος του. Κι όταν τον ρωτούσαν με ποιόν μιλάει, έλεγε με φυσικότητα και με παιδική αθωότητα: «Δεν βλέπετε τα χρυσά μου τα παλικάρια;». Πόσες προσευχές και αιτήματα, πόσα δάκρυα κι αναστεναγμούς, δεν δέχονταν καθημερινά οι άγιοι Ανάργυροι από τον Γέροντα Θεοφύλακτο!...
Έμενε ώρες πολλές στο στασίδι μέσα στο ναό των αγίων Αναργύρων και, ατενίζοντας προς την αγία εικόνα τους, συνομιλούσε πραγματικά μαζί τους! Το τι τελετουργούνταν μέσα στην καρδιά αυτού του «αναργυρόφιλου» Γέροντος, μόνο ο Θεός κι αυτός το γνώριζε! Ο σεβασμός του προς τους αγίους δεν περιγράφεται! Όταν έλεγε το απολυτίκιό τους στεκόταν σε ευλαβική στάση κι ήταν γεμάτος δέος και χαρά για «τα χρυσά του παλικάρια»!
Αρκετές φορές άκουγε ουράνιες και γλυκύτατες ψαλμωδίες που προέρχονταν μέσα από το ναό τους και που δεν συγκρίνονταν ούτε ακόμη και με αυτές τις ψαλμωδίες που άκουγε από τους πιο καλλίφωνους αγιορείτες ψάλτες! Ήταν σίγουρος ότι οι άγιοι Ανάργυροι ήταν αυτοί που έψαλλαν τόσο θεσπέσια!...
είκοσι μέρες ζωή. Κατόπιν, με τη
συμφωνία των πατέρων, έμενε στην Καλύβη των «Αβραμαίων» για να του δοθεί η
καλύτερη περιποίηση για όσο διάστημα ζήσει. Του άρχισαν τη θεραπεία με τα
φάρμακα κατά του καρκίνου, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε με τίποτα να τα πάρει.
«Πονάω!», έλεγε, «δεν θέλω να τα πάρω!... Αφήστε με!..». Κι έτσι οι πατέρες, κάνοντας
υπακοή σε αυτή του την επιθυμία, δεν του δίνανε καθόλου φάρμακα γνωρίζοντας τα
αποκαρδιωτικά προγνωστικά των γιατρών.
Όταν πέρασε ο καιρός, ο παππούς ζήτησε να πάει και πάλι στους γιατρούς. Οι Γεροντάδες, όμως, δεν ήθελαν να τον αφήσουν να πάει για να μην καταταλαιπωρηθεί. Ο νεαρός, τότε, π. Ανδρέας των «Αβραμαίων» γυρίζει και του λέει απροκάλυπτα:
–Παππού, έχεις καρκίνο και σε λίγες μέρες θα πεθάνεις! Τι θες, πάλι, τους γιατρούς;...
Τότε, χωρίς να δείξει την παραμικρή ανησυχία γι’ αυτό, γιατί προφανώς το ήξερε, λέει:
–Παιδί μου, θαύμα!... Μεγάλο θαύμα!...
Και σταυροκοπήθηκε.
Και
με μεγάλη κατάνυξη άρχισε να διηγείται:
–Όταν ήμουν στο νοσοκομείο μπήκαν μέσα στο θάλαμο τρεις νέοι άνδρες· και ο ένας απ’ αυτούς φαινόταν σαν «αρχηγός» τους, πιο ισχυρός.
Με ρώτησε:
–Τι έχεις;
Κι εγώ του είπα:
–Παιδί μου, δεν μπορώ!...
Τότε, μ’ έπιασε τον καρπό του χεριού, σαν να μου μέτραγε το σφυγμό, και μου είπε:
–Καλά πάμε!
Κι έφυγε, αφήνοντάς μου μια αγαλλίαση εσωτερική. Όταν ήλθα πίσω στη Σκήτη, ακούω έξω μια «οχλαγωγία» και βλέπω όλους τους είκοσι αγίους Αναργύρους και τον προεξάρχοντα ηγέτη τους, «το χρυσό μου το παλικάρι» –έτσι αποκαλούσε τον άγιο Παντελεήμονα–, να έρχεται κοντά στο κρεβάτι μου και να μου λέει:
–Τί ’ν’ όλ’ αυτά τα φάρμακα; Άφησέ τα, αυτά!...
Και τά ’ριξε κάτω στο πάτωμα κι άφησε μόνο δύο απ’ αυτά, λέγοντάς μου:
–Απ’ αυτά θα πάρεις μόνο!
Κι από τότε, είμαι καλά!...
Γι’ αυτό δεν ήθελε να πάρει πλέον τα φάρμακα! Γιατί «το χρυσό του το παλικάρι» τού τα πέταξε κάτω από το τραπέζι και τον είχε ήδη θεραπεύσει! Ο παππούς ο Γερο–Θεοφύλακτος μετά απ’ αυτό το θαύμα έζησε όχι για είκοσι μέρες, όπως διέγνωσαν αρχικά οι γιατροί, αλλά τουλάχιστον για έξι χρόνια ακόμη. Έπειτα, επέτρεψε ο Θεός τον καρκίνο που εμφανίστηκε και πάλι κι έφυγε πραγματικά σαν πουλάκι!...
–Όταν ήμουν στο νοσοκομείο μπήκαν μέσα στο θάλαμο τρεις νέοι άνδρες· και ο ένας απ’ αυτούς φαινόταν σαν «αρχηγός» τους, πιο ισχυρός.
Με ρώτησε:
–Τι έχεις;
Κι εγώ του είπα:
–Παιδί μου, δεν μπορώ!...
Τότε, μ’ έπιασε τον καρπό του χεριού, σαν να μου μέτραγε το σφυγμό, και μου είπε:
–Καλά πάμε!
Κι έφυγε, αφήνοντάς μου μια αγαλλίαση εσωτερική. Όταν ήλθα πίσω στη Σκήτη, ακούω έξω μια «οχλαγωγία» και βλέπω όλους τους είκοσι αγίους Αναργύρους και τον προεξάρχοντα ηγέτη τους, «το χρυσό μου το παλικάρι» –έτσι αποκαλούσε τον άγιο Παντελεήμονα–, να έρχεται κοντά στο κρεβάτι μου και να μου λέει:
–Τί ’ν’ όλ’ αυτά τα φάρμακα; Άφησέ τα, αυτά!...
Και τά ’ριξε κάτω στο πάτωμα κι άφησε μόνο δύο απ’ αυτά, λέγοντάς μου:
–Απ’ αυτά θα πάρεις μόνο!
Κι από τότε, είμαι καλά!...
Γι’ αυτό δεν ήθελε να πάρει πλέον τα φάρμακα! Γιατί «το χρυσό του το παλικάρι» τού τα πέταξε κάτω από το τραπέζι και τον είχε ήδη θεραπεύσει! Ο παππούς ο Γερο–Θεοφύλακτος μετά απ’ αυτό το θαύμα έζησε όχι για είκοσι μέρες, όπως διέγνωσαν αρχικά οι γιατροί, αλλά τουλάχιστον για έξι χρόνια ακόμη. Έπειτα, επέτρεψε ο Θεός τον καρκίνο που εμφανίστηκε και πάλι κι έφυγε πραγματικά σαν πουλάκι!...
[3]
«ΕΜΕΙΣ, ΓΕΡΟΝΤΑ,
ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΥΟΥΜΕ, ΕΑΝ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ!»
Αυτό που
χαρακτήριζε ιδιαίτερα τον όσιο Γέροντα Θεοφύλακτο τον Νεοσκητιώτη ήταν η πολλή του υπομονή. Γιατί εκτός από τις ποικίλες περιπέτειες του μοναχικού του βίου,
σήκωνε και το σταυρό μιας ισόβιας ασθένειας
που τον ταλαιπωρούσε μόνιμα. Πολλές φορές ο πόνος δυνάμωνε πολύ. Απ’ ό,τι έλεγε
κι ο ίδιος ο Γέροντας Θεοφύλακτος πήγαινε συχνά στους φίλους του, τους αγίους
Αναργύρους, και τους παραπονιόταν γιατί δεν τον θεραπεύουν και μετά τους έβλεπε
στον ύπνο τους να του λένε:
–Εμείς, Γέροντα, σε θεραπεύουμε, εάν το θέλεις! Αλλά αυτό εσένα δεν σε συμφέρει!...
Αυτή η «πληροφορία» που έπαιρνε, τον ανέπαυε και τον παρηγορούσε γι’ αρκετό καιρό. Και μετά πάλι συνέχιζε ο σταυρός του…
–Εμείς, Γέροντα, σε θεραπεύουμε, εάν το θέλεις! Αλλά αυτό εσένα δεν σε συμφέρει!...
Αυτή η «πληροφορία» που έπαιρνε, τον ανέπαυε και τον παρηγορούσε γι’ αρκετό καιρό. Και μετά πάλι συνέχιζε ο σταυρός του…
Ο πόλεμος, τον οποίο είχε σχεδόν μόνιμα, ο ευλαβέστατος αυτός αγωνιστής του Πνεύματος, ήταν ένα είδος λύπης, περίπου κάτι σαν μελαγχολία, που συχνά τον τυραννούσε, ιδιαίτερα, μετά το θάνατο του αγαπημένου Γέροντός του, του πατρός Ιωακείμ Σπετσιέρη. Στις δύσκολες στιγμές, όταν πιεζόταν από αυτόν τον πόλεμο κι έχανε σαν άνθρωπος το θάρρος του, εισερχόταν μέσα στη μικρή του εκκλησία κι έλεγε το παράπονό του προς τους προστάτες του αγίους Αναργύρους, οι οποίοι, με κάποια δική τους θεωρία πάντα τον παρηγορούσαν ανάλογα.
[4]
«ΒΛΕΠΕΙΣ ΠΩΣ ΤΟΝ ΔΕΣΑΜΕ;
ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ!»
Διηγείται ο
Γέροντας Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης: «Κάποτε,
που ήμουν πολύ πνιγμένος απ’ αυτό τον πόλεμο, πήγα να κοιμηθώ σχεδόν απελπισμένος.
Και βλέπω στον ύπνο μου ότι πήγαινα προς το Κυριακό της Νέας Σκήτης. Όταν
βρέθηκα σε κάποιο στενό σημείο του δρόμου, με τείχη δεξιά κι αριστερά,
αισθάνθηκα μέσα μου πολύ φόβο και βλέπω ξαφνικά μπροστά μου έναν τεράστιο σκύλο σε
μέγεθος υπερφυσικό, σαν λιοντάρι, με άγριο βλέμμα και με άγρια διάθεση εναντίον
μου. Τότε, τα έχασα κυριολεκτικά κι άρχισα να παρακαλώ τους αγίους Αναργύρους
μου για να με σώσουν. Δεν πρόλαβα σχεδόν να παρακαλέσω και στη στιγμή
παρουσιάστηκαν δύο “παλικάρια” (=οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός), που
ήταν όλο φως και δόξα. Άρπαξαν αυτό το «σκυλοθηρίο», τό ’δεσαν με μια χοντρή
αλυσίδα και μου είπανε: “Βλέπεις πώς τον δέσαμε και δεν μπορεί τώρα να σε βλάψει;
Μη φοβάσαι, λοιπόν! Αλλά γύρισε πίσω στην Καλύβη σου και ησύχαζε!”. Ταυτόχρονα,
μού ’δωσαν κι ένα όμορφο κάτασπρο ψωμάκι κι αμέσως ξύπνησα κι ήμουν όλος
χαρά!...».
[5]
«ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΜΕ
ΚΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΓΩΓΙΟ ΜΑΣ;»
«Άλλοτε,
πάλι, είχα τον ίδιο πόλεμο και την ίδια απόγνωση που με μάστιζε φοβερά. Γνώριζα,
βέβαια, ότι αυτό είναι πόλεμος του εχθρού, αλλά δεν μπορούσα ν’ απαλλαγώ! Λόγω της απειρίας
μου, δεν το πολέμησα εξ αρχής, όταν μου πρωτοεμφανίστηκε αυτό το πάθος, και μου
έγινε μετά μόνιμος σταυρός. Αφού κάθισα να ξεκουραστώ, βλέπω μια ομάδα
ανθρώπων, διαφορετικής ηλικίας ο καθένας τους, να ανεβαίνει από το δρόμο του
Κυριακού της Σκήτης προς τα πάνω, όπου ήταν η δική μου Καλύβη, και μιλούσαν
μεταξύ τους. Εγώ, πρόσεχα ποιοί ήταν και πού πήγαιναν.«
»Όταν πέρασαν το σταυροδρόμι και πλησίασαν τη δική μου εξώπορτα, σταμάτησαν για λίγο και τους ακούω να λένε ευκρινώς:
–Δεν περνάμε κι από το καταγώγιό μας;
»Πράγματι, άνοιξαν την πόρτα μου και μπήκαν μέσα, ψάλλοντας το δικό τους απολυτίκιο:
“Τὴν εἰκοσάριθμον,
ἔνθεον φάλαγγα,
τὴν ἐξαστράπτουσαν
Χάριν οὐράνιον,
τῶν Ἀναργύρων τῶν λαμπρῶν,
τὸ στῖφος ἀνευφημοῦμεν…”.«
»Έβλεπα να προπορεύεται απ’ όλους πιο μπροστά ο άγιος Παντελεήμων: νεαρός, ξανθός, μεγαλοπρεπής, με παράσημο ιατρικής στο στήθος του, και ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι άγιοι Ανάργυροι ψάλλοντας μελωδικότατα όλο τους το τροπάριο. Ανέβηκαν τη σκάλα της Καλύβης στον επάνω όροφο που είναι η εκκλησία τους, μπήκαν μέσα, στάθηκαν με τη σειρά στους δύο χορούς κι άρχισαν να ψάλλουν τροπάρια από την ακολουθία τους. Όταν τελείωσαν τη ψαλμωδία, γύρισαν πίσω και έφυγαν προς το πάνω μέρος της Σκήτης, αφού μου άφησαν την ευλογία τους και πολλή παρηγοριά και για μέρες ήμουν γεμάτος χαρά και πνευματική ευτυχία…».
⁜
⁜
–Ἕτερον ἀπολυτίκιον–
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖοι θεράποντες,
καὶ
ἰατῆρες βροτῶν,
ἀνάργυρον
βλύζετε,
τὴν
θεραπείαν ἡμῖν,
Ἀνάργυροι
ἔνδοξοι·
ὅθεν
τοὺς προσιόντας,
τῇ
σεπτῇ ὑμῶν σκέπῃ,
ῥύσασθε
νοσημάτων,
καὶ
παθῶν ἀνιάτων,
Κοσμᾶ
καὶ Δαμιανέ,
Ῥώμης
βλαστήματα.
–Κοντάκιον–
⁜
–Ἕτερον ἀπολυτίκιον
ὅλων τῶν Εἴκοσι ἁγίων Ἀναργύρων–
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν εἰκοσάριθμον,
ἔνθεον φάλαγγα,
τὴν ἐξαστράπτουσαν,
χάριν οὐράνιον,
τῶν Ἀναργύρων τῶν λαμπρῶν,
τὸ στίφος ἀνευφημοῦμεν·
οὗτοι γὰρ κατέβαλον
τοῦ βελίαρ τὴν δύναμιν,
πάντων τὰ νοσήματα
συμπαθῶς ἐξιώμενοι,
τῶν μετ’ εὐλαβείας βοώντων·
δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.
⁜–Ἕτερον ἀπολυτίκιον
ὅλων τῶν Εἴκοσι ἁγίων Ἀναργύρων–
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν εἰκοσάριθμον,
ἔνθεον φάλαγγα,
τὴν ἐξαστράπτουσαν,
χάριν οὐράνιον,
τῶν Ἀναργύρων τῶν λαμπρῶν,
τὸ στίφος ἀνευφημοῦμεν·
οὗτοι γὰρ κατέβαλον
τοῦ βελίαρ τὴν δύναμιν,
πάντων τὰ νοσήματα
συμπαθῶς ἐξιώμενοι,
τῶν μετ’ εὐλαβείας βοώντων·
δόξα Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι.
–Κοντάκιον–
Ἦχος β΄.
Οἱ τὴν χάριν λαβόντες
τῶν ἰαμάτων,
Οἱ τὴν χάριν λαβόντες
τῶν ἰαμάτων,
ἐφαπλοῦτε
τὴν ῥῶσιν
τοῖς ἐν ἀνάγκαις,
τοῖς ἐν ἀνάγκαις,
ἰατροὶ
θαυματουργοὶ ἔνδοξοι·
ἀλλὰ
τῇ ὑμῶν ἐπισκέψει,
καὶ
τῶν πολεμίων
τὰ θράση κατευνάσατε,
τὰ θράση κατευνάσατε,
τὸν
κόσμον ἰώμενοι
ἐν τοῖς θαύμασι.
⁜
–Μεγαλυνάριον–
Ἴασιν σωμάτων ῥῶσιν ψυχῶν,
ἐν τοῖς θαύμασι.
⁜
–Μεγαλυνάριον–
Ἴασιν σωμάτων ῥῶσιν ψυχῶν,
Κοσμᾶ
θεοφόρε,
σὺν τῷ θείῳ Δαμιανῷ,
σὺν τῷ θείῳ Δαμιανῷ,
νείματε
ὑψόθεν,
ἀΰλῳ
χειρουργίᾳ,
τοῖς
κατατρυχομένοις,
ποικίλοις
πάθεσι.
⁜
※
[Ιερομονάχου Προδρόμου:
«Ο Γέρων Θεοφύλακτος ο Νεοσκητιώτης»
(Το ευωδέστατον άνθος της Χάριτος),
Κεφ. 3ο, σελ. 75–80, 81–93,
Έκδοσις Ιερά Καλύβη
«Σύναξις των Αγίων Αναργύρων»,
Νέα Σκήτη – Άγιον Όρος, 2007.
Α΄ Δημοσίευση:
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
※
⁜
Επιτρέπεται
η αναδημοσίευση
των
αναρτήσεων από το «Εἰλητάριον»,
αρκεί να
αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή
προέλευσης.
⁜