Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

«ΕΛΑ ΤΩΡΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΕΡΟ ΝΑ ΝΙΦΤΕΙΣ!»

«ΕΛΑ ΤΩΡΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ
ΚΙ ΕΓΩ ΝΕΡΟ ΝΑ ΝΙΦΤΕΙΣ!»


     Έλεγε ένας από τους Γέροντες ότι ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας επισκέφθηκε κάποτε ένα Κοινόβιο και μετά την καθιερωμένη του διδασκαλία προς αυτό, λέει στον εκεί Ηγούμενο: «Έχεις κανέναν αδελφό που να βαδίζει τον δρόμο της σωτηρίας;». Του λέει τότε ο Ηγούμενος: «Όλοι, δούλοι σου είναι, δέσποτα, και προσπαθούν να σωθούν». Τον ξαναρωτά ο Άγιος: «Έχεις κανέναν εδώ πέρα που να κάνει αληθινή υπακοή;».
     Τότε εκείνος πήγε και του έφερε έναν αδελφό, τον οποίον ο Μέγας Βασίλειος τον έβαλε να βοηθάει και να υπηρετεί στην τράπεζα την ώρα του φαγητού. Αφού έφαγαν, αυτός ο αδελφός έδωσε νερό στον Άγιο Πατέρα να νιφτεί. Έπειτα, του λέει και ο Άγιος Βασίλειος: «Έλα τώρα να σου δώσω κι εγώ νερό να νιφτείς κι εσύ!». Κι εκείνος αμέσως δέχθηκε πολύ πρόθυμα από τον ίδιο τον Άγιο να του προσφέρει νερό για να πλυθεί. Μετά από αυτό, γυρίζει και του λέει ο Άγιος: «Όταν μπω μέσα στο Ιερό, έλα να σε χειροτονήσω διάκονο!». Και, πράγματι, έγινε διάκονος. Μετά, ο Μέγας Βασίλειος τον έκανε πρεσβύτερο και τον πήρε μαζί του στην Επισκοπή, χάρις σ’ αυτήν την αγγελική υπακοή του.

ΑΠΟ ΤΟ «ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ»



[(1) «Το Μέγα Γεροντικόν»,
Τόμ. γ΄, κεφ. ιδ΄, §5, σελ. 450—451.
Έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου
«Το Γενέσιον της Θεοτόκου»,
Πανόραμα Θεσ/νίκης, 
Ιούνιος 19971·
(2) «Ευεργετινός»,
Τόμ. α΄, υποθ. λε΄, σελ. 339,
Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», 
Θεσσαλονίκη, 20011·
(3) «Το Γεροντικό
(Αποφθέγματα Αγίων Γερόντων)»,
Τόμ. α΄, σελ. 72, 
Εκδόσεις όπ. αν., Θεσ/νίκη 20131.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση και προσάρτηση
κειμένων: π. Δαμιανός.]





Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΡΕΒΙΘΙΑ

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΡΕΒΙΘΙΑ


    «Μια από τις μέρες που βρισκόμουν στην Ιερουσαλήμ, πρόσεξα ότι μερικοί κάτοικοι της Βηθλεέμ, αραβόφωνοι Χριστιανοί, μοίραζαν –επί αμοιβή– στους προσκυνητές πέτρινα ρεβίθια. Τους ρώτησα από πού τα βρίσκουν. Και αυτοί μου είπαν ότι, μεταξύ της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, αριστερά του αμαξωτού δρόμου που οδηγεί προς τη Βηθλεέμ, υπάρχει ένα παλιό αλώνι, όπου εκεί βρίσκονται αυτά τα πέτρινα ρεβίθια που μοίραζαν. Για να έχω κι εγώ σαφή γνώση του πράγματος, την άλλη μέρα, πήρα για οδηγό έναν που είχε στην κατοχή του αυτά τα πέτρινα ρεβίθια και πήγα εκεί επί τόπου.
     –Να, το αλώνι! Από ’δω είναι τα πέτρινα ρεβίθια, μου είπε ο οδηγός μου σαν φτάσαμε.
     Όντως, αριστερά του δρόμου, υπάρχει ένα ευρύχωρο αλώνι, σκαλισμένο στην πέτρα. Παλιά τα αλώνια ήταν με γερή πέτρα, την οποία, την εξομάλυναν και την ισοπέδωναν καλά. Κι αυτό γιατί οι πέτρες στη Βηθλεέμ και, στην περιοχή γύρω απ’ αυτήν, είναι τόσο εύπλαστες, που τις κόβουν με το πριόνι.     
     Μπήκαμε μέσα στο αλώνι. Στις άκρες του γύρω, είχαν συσσωρευτεί χώματα και χαλίκια. Εκεί, ανάμεσά τους, βρισκόντουσαν αυτά τα πέτρινα ρεβίθια. Πήρα και μάζεψα πάνω από μια οκά. Απ’ αυτά, άλλα ήταν καλά ώριμα, άλλα ήταν μικρότερα και λιγότερο ώριμα, και μερικά ήταν ακοπάνιστα έχοντας τον εξωτερικό τους φλοιό.  


     Αφού ρώτησα πολλούς πώς γίνεται και γιατί μόνο εκεί, σ’ αυτό το συγκεκριμένο αλώνι, να βρίσκονται αυτά τ’ απολιθωμένα ρεβίθια, πήρα από αυτούς την απάντηση, ότι η Παναγία μας μαζί με τον Μνήστορα τον Ιωσήφ, όπως λέει το θείο και ιερό Ευαγγέλιο, ανέβαιναν προς τα Ιεροσόλυμα από τη Ναζαρέτ. Επειδή όμως ο Ιωσήφ καταγόταν από τη Βηθλεέμ και είχε κι εκεί συγγενείς, πήγαιναν στη Βηθλεέμ και έμεναν εκεί για κάποιες μέρες.
     Μια μέρα, ενώ πήγαινε η Κυρία Θεοτόκος, από τη Βηθλεέμ προς τα Ιεροσόλυμα, μαζί με τον Μνήστορα και Δίκαιο Ιωσήφ και με τον Χριστό, όταν Αυτός –κατά το ανθρώπινο– ήταν νήπιο, μικρό παιδάκι, ένας κάτοικος της Βηθλεέμ ήταν μέσα εκεί στο αλώνι που είπαμε και κοπάνιζε ρεβίθια. Εν τω μεταξύ, λέει η Παράδοση ότι, τα ζώα μόλις έβλεπαν την Κυρία Θεοτόκο έχοντας στη μητρική αγκαλιά Της τον Χριστό που ήταν μικρό παιδάκι, έμεναν από άκρατο σεβασμό και από μεγάλη ευλάβεια ακίνητα μέχρις ότου περάσουν. Μόλις λοιπόν είδαν την Παναγία Θεοτόκο να διαβαίνει μαζί με τον Χριστό, τα ζώα, με τα οποία αλώνιζε τα ρεβίθια αυτός ο Βηθλεεμίτης, σταμάτησαν όλα και ακινητοποιήθηκαν. Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ χαιρέτισαν εκείνον τον άνθρωπο και τον ρώτησαν καλοκάγαθα “τι αλωνίζει”. Αυτός, βλέποντας τα ζώα του να έχουν ακινητοποιηθεί με παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο, οργίστηκε. Και γύρισε προς την Αγία Οικογένεια απαντώντας με μεγάλη οργή και με θυμό: “πέτρες, αλωνίζω!”. Αμέσως, όλα τα ρεβίθια του έγιναν πέτρες και για ένδειξη αυτού του σημείου βρίσκονται εκεί πετρωμένα μέχρι σήμερα.
     Εγώ που πήγα εκεί επί τόπου και εξέτασα με προσοχή αυτά τα πέτρινα ρεβίθια, πείσθηκα ότι έτσι ακριβώς έχει το πράγμα. Το αλώνι, σώζεται ανέπαφο κοντά στον αμαξωτό δρόμο και μέσα σ’ αυτό βρίσκονται αυτά τα ρεβίθια πετρωμένα, μια που όλα έχουν πια μεταβληθεί σε πέτρες».   

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
ΙΩΑΚΕΙΜ ΣΠΕΤΣΙΕΡΗΣ
(1858–1943)


[Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη:
«Απομνημονεύματα»,
Μέρος 2ο, Κεφ. 32ο, σελ. 152-154,
Έκδοσις Ιεράς Καλύβης 
«Σύναξις Αγίων Αναργύρων»,
Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, 
Μάρτιος 19982.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών
πληκτρολόγηση κειμένου
και ολική μεταφορά του
στη δημοτική:
π. Δαμιανός.]





Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΙΑ ΘΛΙΨΗ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΙΑ ΘΛΙΨΗ


     Με όποιον τρόπο κι αν προσπαθεί να γιορτάσει κανείς τις μέρες των Χριστουγέννων, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο γιορτασμός αυτός προκαλεί αντιφατικά συναισθήματα. Λίγη ευαισθησία μόνο, αρκεί για να αντιληφθούμε ότι, παρόλες τις προσπάθειες που κάνουμε για να δημιουργήσουμε μια χαρμόσυνη ατμόσφαιρα, υπάρχει εντούτοις κάποια θλίψη που εξουδετερώνει όλες αυτές τις προσπάθειές μας.
     Εκ πρώτης όψεως, η θλίψη που νιώθει κανείς μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι που είναι έξω από το χριστιανικό πνεύμα. Οι δύο φράσεις «Πώς μπορείς να είσαι θλιμμένος μια τέτοια μέρα;» ή «Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι αφού ο Χριστός γεννήθηκε για μας», είναι ο καθιερωμένος τρόπος που αντιμετωπίζουμε όποιον τολμάει να δείξει τη θλίψη του ή να εκφράσει την παραμικρή προσωπική του ανησυχία· είναι μια κοινή αντιμετώπιση τόσο από τους «θρησκευτικούς», όσο και από τους «κοσμικούς» κύκλους. Διαφέρει μόνο στον τρόπο που προσπαθεί ο καθένας να δημιουργήσει μια χαρμόσυνη ατμόσφαιρα και να αρνηθεί κάθε θλίψη.
     Έτσι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον που θα τραγουδήσει την «Άγια Νύχτα» ή σ’ εκείνον που θα ψάλλει το «Ἡ Παρθένος σήμερον» ή και σ’ αυτόν που θα πάει σε «ρεβεγιόν», εφόσον ο καθένας απ’ αυτούς, με τον τρόπο του, προσπαθεί να αρνηθεί την πραγματική του ανθρώπινη κατάντια, τη σωματική και ψυχική του ένδεια, την απομάκρυνσή του απ’ τον συνάνθρωπό του και τον Δημιουργό του. Μια τέτοια προσπάθεια, δε μπορεί να ικανοποιήσει την αναζήτησή του για βοήθεια και απαλλαγή απ’ τον ψυχικό του πόνο. Μια τέτοια αντιμετώπιση, δε μπορεί να θεωρηθεί ούτε χριστιανική, ούτε ανθρωπιστική· γιατί όποιος προσπαθεί να αποφύγει την ένδεια, τη θλίψη, τη στενοχώρια και τη λύπη, δε μπορεί να είναι αληθινός χριστιανός, όπως παρατηρεί ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γιατί, μ αυτόν τον τρόπο δε μπορεί να γίνει ένας πραγματικός και αληθινός άνθρωπος. Επομένως, ο ανθρώπινος πόνος και η θλίψη που γίνονται πιο αισθητά το Δωδεκαήμερο, δεν είναι αυτά που θα πρέπει να μας βάζουν σε ανησυχία, όσο η υπεράνθρωπη προσπάθεια που γίνεται για να γλυκάνουμε ή να αρνηθούμε την πίκρα μας με διάφορους προσωρινούς και ρηχούς, ευσεβιστικούς ή διασκεδαστικούς γιορταστικούς τρόπους.


     Όταν «τελειώσουν» οι γιορτές, όταν το γυμνό χριστουγεννιάτικο δέντρο μείνει πεταμένο στο πεζοδρόμιο για να το πάρει ο σκουπιδιάρης, τότε η ματαιότητα της προσπάθειας να επικαλύψουμε τη θλίψη γίνεται πιο έκδηλη. Τότε νιώθει κανείς πως, όλος αυτός ο γιορταστικός θόρυβος δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα από τα πολλά παυσίπονα που πνίγουν τον σημερινό άνθρωπο και διαστρέφουν τις πραγματικές αξίες της ζωής. Μαζί με αυτή την απογοήτευση, νιώθει κανείς μια βαθιά υπαρξιακή μοναξιά, σαν να τον χωρίζει μια βαθιά χαράδρα από τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
     Το γεγονός ότι «ἐπισκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν», δίνει σ’ εμάς που είμαστε πεσμένοι, πονεμένοι και απομονωμένοι «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ», τον μόνο και αληθινό τρόπο να αντιμετωπίσουμε τον ανθρώπινο πόνο και τη θλίψη.
     Η Ορθόδοξη λειτουργική ζωή δεν κάνει καμμιά προσπάθεια να αποφύγει αυτήν την αίσθηση του πόνου και της θλίψης. Αντίθετα, βοηθάει τον άνθρωπο να γνωρίσει πόσο βαθιά ο πόνος αυτός υπάρχει στη ψυχή του, πόσο επηρεάζει τη ζωή του και τον βοηθά να καταλάβει ότι ο πόνος, η θλίψη και η μοναξιά που νιώθει, έχουν σχέση με την αμαρτωλότητά του.


     Αυτός που γνωρίζει τον εαυτό του, γράφει ο Άγιος Συμεών, γνωρίζει «πόσο είναι ξένος απ’ όλα τα επίγεια. Ή, για να πω καλύτερα, και απ όλα τα επουράνια»· και αισθάνεται την ανάγκη και την προθυμία να καλλιεργήσει τη σχέση του με τον Θεό. Και, συνεχίζει: «Γιατί, εάν είναι ξένος από τα γήινα, από τα οποία πλάσθηκε και στα οποία διατρίβει και περνά όλη τη ζωή του, πόσο πολύ περισσότερο είναι ξένος και από τα επουράνια, από τα οποία ο ίδιος είναι πολύ μακριά και κατά τη φύση του και κατά την ουσία του και κατά τη διαγωγή του. Εκείνος που έχει γνωρίσει τον εαυτό του και έχει γνωρίσει ότι είναι ξένος από τα επίγεια, και ξέρει ότι γυμνός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο και πάλι γυμνός πρόκειται να φύγει απ’ αυτόν, πώς δε θα πενθήσει και πώς δε θα κλάψει; Όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλους τους ομογενείς και ομοιοπαθείς συνανθρώπους του. Εκείνος που αγαπά και φοβάται μόνο τον Θεό –ρωτάω να μου πεις– πώς μπορεί να ευφρανθεί σωματικά ή πώς μπορεί να γιορτάσει και να πανηγυρίσει, έτσι όπως συνηθίζουν συμβατικά να κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι, δίχως (μια βαθύτερη) γνώση και δίχως (έναν βαθύτερο) στοχασμό. Ή, πάλι, πώς μπορεί αυτός ο άνθρωπος να περηφανευτεί για όλα όσα κάνει στις γιορτές του; Πώς μπορεί να υψηλοφρονήσει για τα φώτα, τα πολλά κεριά και τα καντήλια, για τ’ αρώματα και για τα μύρα, για τα μαζώματα του κόσμου και για τα πλουσιοπάροχα και πολυέξοδα τραπέζια; Πώς μπορεί να καυχηθεί για τη λαμπρότητα των φίλων του και για την παρουσία επιφανών αρχόντων; Όχι. Όχι, δεν πρόκειται να επαρθεί γι’ αυτά τα πράγματα».
     Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος καταλήγει ότι αυτός που ξέρει τι σημαίνει «θεάρεστος ἑορτή», αυτός που δε μένει στα φαινομενικά στοιχεία της γιορτής, βλέπει κάθε γιορτή που γίνεται σαν ένα μέρος απ’ τα επουράνια και την αιωνιότητα. «Αυτός ο άνθρωπος δεν προσέχει ούτε στα φώτα, ούτε στο πλήθος του κόσμου, ούτε στη σύναξη των φίλων του, αλλά έχει στο νου του εκείνο που πρόκειται σε λίγο να συμβεί· ότι σε λίγο, δηλαδή, πρόκειται να σβηστούν όλα τα φώτα και πρόκειται ο καθένας να πάει πίσω στο σπίτι του και αυτός ο ίδιος πρόκειται να μείνει μόνος κι αφημένος μες το σκοτάδι».


     Η γενική πίεση που υφίσταται κανείς σήμερα για να αποφύγει την πικρή μεν, αλλά ελπιδοφόρα γνωριμία του εαυτού του, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της μοναξιάς. Όταν δεν παρέχονται τρόποι να εκφραστεί η θλίψη και η μοναξιά, που είναι ιδιαίτερα αισθητές στις γιορτές, τότε αυτή η θλίψη γίνεται κατάθλιψη και η ανθρώπινη υπαρξιακή μοναξιά μετατρέπεται σε μια ναρκισσιστική απομόνωση ή σε αρρωστημένες ρηχές διαπροσωπικές σχέσεις. Η πίεση για αποφυγή του εαυτού μας τις μέρες των Χριστουγέννων, αυξάνεται κάθε χρόνο με την αύξηση της εμπορικότητας, της εκκοσμίκευσης, και των διάφορων ψευδο–ανθρωπιστικών θρησκευτικών εκδηλώσεων αυτής της περιόδου.
     Γι’ αυτό υπάρχει μεγάλη και επείγουσα ανάγκη να γνωρίσουμε ποιος είναι ο πραγματικός ορθόδοξος τρόπος αντιμετώπισης του πόνου και της θλίψης σε σχέση με την Ενσάρκωση του Θεού. Αν συνεχίσουμε να ασκούμε στους εαυτούς μας και στους γύρω μας αυτή την πίεση για τη δημιουργία μιας ψεύτικης χαρμόσυνης ατμόσφαιρας, τότε θα αυξηθούν και οι διάφορες αρρώστιες που αφήνουν τον άνθρωπο καταβεβλημένο και εξουθενωμένο, θα αυξηθούν οι απόπειρες αυτοκτονιών, μαζί με τα δυστυχήματα που συνήθως δεν είναι τυχαία και θα αυξηθούν, επίσης, και οι νευρώσεις που βασανίζουν τόσο οδυνηρά τον σημερινό άνθρωπο. Το χειρότερο απ’ όλα είναι, ότι θα αυξηθεί σημαντικά η έλλειψη, που ήδη παρατηρείται, ανθρώπων που έχουν τη διάθεση και τη δυνατότητα να φροντίσουν τους συνανθρώπους τους που υποφέρουν απ’ όλες αυτές τις καταστάσεις.


     Η βοήθεια και η δύναμη που δίνει ο Χριστός με την Ενσάρκωσή Του, δεν είναι μια προσωρινή και εύκολη ικανοποίηση των διάφορων εγωκεντρικών μας επιθυμιών. Το φως που λάμπει από το σκοτεινό Σπήλαιο, δε σβήνει σαν τα φώτα με τα οποία στολίζουμε το σπίτι μας. Αυτός που θα δεχθεί αυτό το φως, δε μπορεί να μείνει απαθής κι αδιάφορος για τη ζωή. Ούτε μπορεί να αποσυρθεί σ’ έναν δικό του κόσμο με τους δικούς του ανθρώπους. Όταν ζητήσει κανείς τη βοήθεια και τη δύναμη του Θεού, θα πρέπει να είναι πρόθυμος να δεχθεί και την ευθύνη που ακολουθεί, για να αναπτύξει και να καλλιεργήσει αυτή τη δύναμη. Δε θα μπορεί να επαναπαυθεί στη ψευδαίσθηση ότι το αυτοκίνητό του, το σπίτι του, τα πολλά του κουστούμια και η επαγγελματική του τακτοποίηση, είναι ικανά να του δώσουν τη σιγουριά που ζητάει. Ούτε θα αρκεστεί να αντιμετωπίζει τους άλλους με μια αμυντική και φοβισμένη συμπεριφορά. Θα πρέπει να εγκαταλείψει τον φανταστικό, παιδικό κόσμο του και το αίσθημα μιας ψευδοαθωότητας με το οποίο βαυκαλίζεται αυτός και ο κόσμος γύρω του. Ο Ιησούς, δεν παρέμεινε ποτέ «μωρό». Αλλά «προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικία καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» (Λουκ. β΄ 52). Και όταν Αυτός έστειλε τους Μαθητές Του στον κόσμο, τους είπε να είναι φρόνιμοι σαν τα φίδια και ακέραιοι σαν τα περιστέρια (Ματθ. ι΄ 16).
     Πώς, όμως, θα πρέπει να «χρησιμοποιήσουμε» τη Χάρη του Θεού; Ποιος είναι ο «ἐξαίσιος δρόμος» που είδαν οι Μάγοι με το φως του ασυνήθιστου Αστεριού που έλαμψε στους ουρανούς; Το Αστέρι αυτό κινήθηκε πολύ χαμηλότερα απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια. Όταν οι Μάγοι έφθασαν κοντά στη Φάτνη, κατέβηκε τόσο χαμηλά, ώστε τελικά πήγε και στάθηκε επάνω στο σπίτι όπου «ἦν τὸ Παιδίον». Έτσι, το Αστέρι μάς δείχνει την κατεύθυνση που χαράσσει η Ενσάρκωση της φιλάνθρωπης αγάπης του Θεού και πώς αυτή η αγάπη θα πραγματωθεί στο δικό μας κόσμο και στη δική μας καρδιά. Ο Θεός, δε λύτρωσε τον άνθρωπο βγάζοντάς τον έξω από τον κόσμο, αλλά ανακαίνισε τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος, δίνοντάς του όλα τα εφόδια για την πραγμάτωση του τελικού του σκοπού, που είναι η ενότητα. «Αν έτσι μας αγάπησε ο Θεός, οφείλουμε κι εμείς τότε ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Κανένας δεν αξιώθηκε να δει ποτέ ως τώρα τον Θεό· αν αγαπάμε ο ένας τον άλλον, τότε είμαστε σε κοινωνία με τον Θεό και η αγάπη Του έχει ολοκληρωθεί μέσα μας. Μας έδωσε το Πνεύμα Του κι έτσι είμαστε βέβαιοι πως είμαστε σε κοινωνία με τον Θεό και ο Θεός σε κοινωνία μ’ εμάς» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 11–13). Όταν είμαστε ενωμένοι μεταξύ μας, «τότε θα μπορούμε να καταλάβουμε, μαζί με όλους τους αγίους, ποιο είναι το πλάτος και το μήκος και το βάθος και το ύψος της αγάπης του Χριστού και θα γνωρίσουμε αυτή την αγάπη που ξεπερνάει κάθε γνώση» (Εφεσ. γ΄ 17–19).


     Είναι αλήθεια ότι σήμερα μια συζήτηση για τη φιλανθρωπία του Θεού ακούγεται σαν κάτι αφηρημένο, όπως και κάθε πρόταση για αγάπη και ειρήνη ακούγεται σαν κάτι επιπόλαιο. Ο σημερινός τρόπος που γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα το εκφράζει αυτό με έναν έντονο τρόπο. Έχουμε περιορίσει την έννοια της φιλανθρωπίας και της αγάπης σε ορισμένα «τυπικά» δώρα και έργα που εκφράζουν περισσότερο την ενοχή μας παρά το γνήσιο ενδιαφέρον μας. Έτσι, όταν περνούν οι γιορτές, πολλές φορές φεύγουμε από τη Φάτνη απογοητευμένοι, γιατί δε βρήκαμε τη βοήθεια που αναζητούσαμε. Επιστρέφουμε στη ρουτίνα της καθημερινής μας ζωής, ψάχνοντας για βοήθεια και φως από άλλες πηγές και από άλλα αστέρια.
     Το ότι αισθανόμαστε αυτή την απογοήτευση, δε σημαίνει βέβαια ότι η Φάτνη δε μπορεί να μας προσφέρει το νόημα και τη δύναμη που αναζητάμε, αλλά ότι εμείς έχουμε ξεχάσει την έννοια της πραγματικής αγάπης. Η Γέννηση του Χριστού μάς υπενθυμίζει αυτή την έννοια, κάθε χρόνο. Η Φάτνη μάς λέει ότι η αγάπη είναι να ξέρουμε και να κατανοούμε ο ένας τον άλλον και ότι όλοι μας βρισκόμαστε σε κάποια κατάντια, σε κάποιο σκοτάδι. Η Ενσάρκωση του Λόγου μάς διδάσκει ότι δεν αρκεί να αγαπάμε για να δημιουργήσουμε έτσι τις προϋποθέσεις της «τελειοποίησής» μας, αλλά ότι πρέπει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον ακριβώς γιατί δεν είμαστε τέλειοι. Τα δώρα της κτίσης («οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον· οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα· οἱ Μάγοι τὰ δῶρα· οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα· ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον· ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον»), δείχνουν ότι η αγάπη είναι κυρίως η αποδοχή της πεποίθησης ότι τίποτα ανθρώπινο δε μπορεί να είναι ξένο σ’ εμάς, αλλά ούτε και στον Θεό. Η αποδοχή όλων αυτών των δώρων από τον Χριστό, μας δείχνει ότι η αγάπη προέρχεται από την αναγνώριση της ανάγκης για ενότητα.



     Έτσι, ο νέος κόσμος που προέρχεται από τη Φάτνη και που εγκαινιάζεται κατόπιν και στον Ιορδάνη, είναι ένας κόσμος με τον οποίο μπορούμε να μοιραστούμε τις πιο προσωπικές μας σκέψεις, τις πιο βαθιές μας ανησυχίες, χωρίς το φόβο ότι μπορεί κάποιος να μας απορρίψει. Σ’ αυτό το νέο κόσμο η δύναμη που μας δίνει ο Θεός, μεταμορφώνεται σε αγάπη. Σ’ αυτό το νέο κόσμο έχουμε τη σιγουριά ότι, «όταν υποφέρει ένα μέλος, συμπάσχουν όλα τα υπόλοιπα μέλη· κι όταν τιμάται ένα μέλος, χαίρονται μαζί του όλα τα υπόλοιπα μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 27). Σ’ αυτό το νέο κόσμο χρειάζεται ακόμα να δεχθούμε κι αυτούς που, απ’ τη δική τους ανεπάρκεια και ανωριμότητα, προσπαθούν να καταστρέψουν αυτό τον κόσμο, γιατί στο πρόσωπό τους μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη δική μας αμαρτωλότητα κι έτσι να δούμε τον Θεό. Σ’ αυτό το νέο κόσμο μπορεί ο καθένας από εμάς να δεχθεί τη δική του μοναξιά και να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στα πάθη που έχει τη διάθεση να υπερνικήσει και τις καταστάσεις που δε μπορεί να αποφύγει. Σ’ αυτό το νέο κόσμο δεν έχουμε ανάγκη από τους διάφορους θορύβους που συνήθως δημιουργούμε γύρω μας για να καλύψουμε τη μοναξιά μας, τις ανησυχίες μας και τις ατέλειές μας. Σ’ αυτό τον νέο κόσμο υπάρχει μια σιωπή που δε μας απειλεί, γιατί προέρχεται από μια εσωτερική ησυχία.


     Μόνο όταν βιώσουμε μια τέτοια αγάπη και καλλιεργήσουμε μέσα μας ένα τέτοιο κόσμο, θα μπορέσουμε να ανακουφισθούμε από κάθε πόνο και από κάθε θλίψη. Μόνο τότε θα έχουμε τη δυνατότητα να καταλάβουμε τον Απόστολο Παύλο, όταν λέει: «Ο Χριστός είναι πραγματικά η ειρήνη μας· Αυτός που έκανε δυο αντιμαχόμενους κόσμους έναν λαό και γκρέμισε τη μεταξύ τους έχθρα που στεκόταν σαν ένα τοίχος που τους χώριζε» (Εφεσ. β΄ 14). Μόνο τότε θα μπορέσουμε να αισθανθούμε τη χαρά και την ηρεμία που χρειαζόμαστε, γιατί θα έχουμε βρει το νόημα της ζωής, γιατί θα έχουμε ανακαλύψει τον τρόπο να αντιμετωπίζουμε τα καθημερινά μας προβλήματα, γιατί δε θα νιώθουμε εγκαταλειμμένοι και αιχμάλωτοι, και γιατί θα έχουμε γνωρίσει την πραγματική αξία του εαυτού μας και του συνανθρώπου μας και τον τρόπο να αναπτύξουμε τις ψυχικές μας δυνάμεις. 
     Μόνο, τότε, θα μπορούμε 
     να ψάλλουμε μαζί με τους Αγγέλους, το:
     «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ 
     καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, 
     ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».

ΠΑΤΗΡ ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΦΙΝΑΣ


 
[«Χριστούγεννα»
–Συλλογική Έκδοση–
Επιλογές και αποσπάσματα 
από το 15ο κείμενο του βιβλίου,
π.Σταύρου Κοφινά:
«Ελπίδα και Δύναμη από τη Φάτνη»
σελ. 145–174. 
Εκδόσεις «Ακρίτας»,
Αθήνα, Οκτώβριος 19913.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]





Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ


     Μέσα στις ποικιλώνυμες πορείες των σημερινών ανθρώπων που γίνονται για την «ειρήνη», για τις διάφορες «ελευθερίες», για τα «ίσα δικαιώματα», ο εμπνευσμένος Υμνογράφος της Εκκλησίας μας, προσκαλεί αυτές τις μέρες τον Ορθόδοξο κόσμο σε μια καινούργια πορεία: στη μυστική πορεία που μας φέρνει σ’ ένα σκοτεινό και άσημο Σπήλαιο της Βηθλεέμ. Κι ακούγεται ο ψάλτης μέσα στα χαράματα του όρθρου, να ψέλνει κατανυκτικά το προσκλητήριο αυτό, για την ευλογημένη μας πορεία:
     «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός·
     ἀκολουθήσωμεν λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
     μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.
     Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
     Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδὴν ἐπάξιον·
     Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες,
     τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι,
     ἐκ τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου,
     ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».


     Η πορεία για τη Βηθλεέμ έχει μιαν ανυπολόγιστη σημασία για τον άνθρωπο και δεν συγκρίνεται με καμμιά από όσες οργανώνονται για το καλό τάχατες του ανθρώπου. Γιατί η πορεία προς το ταπεινό Σπήλαιο είναι πνευματική· και το Αστέρι που θα φέγγει την πορεία μας, μέσα στις κρύες νύχτες δίχως φως και δίχως ζεστασιά, είναι το γλυκό Αστέρι της Αγάπης, που είναι σα να το βαστάει το ίδιο το χέρι του Θεού, εκεί καταμεσίς στον πνευματικό ουρανό μας, και φέγγει όλους τους ανθρώπους που πορεύονται με ταπεινή και καθαρή καρδιά προς το φτωχικό Σπήλαιο της Βηθλεέμ.


     Κι αν κάποιοι άνθρωποι σημερινοί –δίχως ποίηση, δίχως αγάπη, δίχως ταπείνωση– μας πουν, πως ταξιδεύοντας στον ουρανό με δορυφόρους δεν συνάντησαν ούτε τον Θεό, ούτε τους Αγγέλους Του, ούτε το Αστέρι της Βηθλεέμ, εμείς πρέπει να δούμε ποιος τους δασκάλεψε να πουν αυτές τις μωρές πεζότητες, που δείχνουν πως δεν έχουν μέσα τους κανέναν ουρανό, κι επομένως δεν πρόκειται, με τέτοιους τρόπους εγωιστικούς και επηρμένους να δούνε τον Θεό ή τους Αγγέλους ή το Αστέρι, που μας φέρνει και μας οδηγεί με ασφάλεια στον θείο Σωτήρα, στον Χριστό.


     Αυτές τις μέρες γινόμαστε –εξωτερικά, αλίμονο, τις περισσότερες φορές– πιο φιλέορτοι και πιο φιλόχριστοι. Θυμούμαστε τα παιδικά μας χρόνια και την εκκλησιά του χωριού μας, οι ξενητεμένοι, και δακρύζουμε. Όλοι σχεδόν αποφασίζουμε ν’ αφήσουμε τις φροντίδες και τις καθημερινές βιοτικές μέριμνες και να «γιορτάσουμε» τα Χριστούγεννα. Σ’ αυτό θα μας βοηθήσουνε πολλοί παράγοντες –να γιορτάσουμε δηλαδή με όση κοσμικότητα επιβάλλεται απ’ τα έθιμα ή τον καινούργιο θεό του τουρισμού, που ξεσηκώνει την οικογένεια και τη σκορπίζει στους πέντε ανέμους, για να γιορτάσουν «γραφικότερα» τα Χριστούγεννα. Βέβαια, δεν θα λείψουν απ’ την ατμόσφαιρα της γιορτής και οι πανηγυριστές των εφημερίδων. Εκείνοι που ως τα χτες, όλον τον χρόνο, βουτούσαν την πέννα τους στις μεγαλύτερες βρωμιές, από κάθε άποψη και κλίμα, και μας έδιναν τα πιο άνοστα και τα πιο ακαλαίσθητα πορνογραφήματα και βαναυσουργήματα, θά ’ρθουν τώρα κοντά στο στασίδι που ψέλνει με σεμνότητα ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης τα χριστουγεννιάτικα, και θ’ αρχίσουν κι αυτοί να μιμούνται το ψάλσιμό τους. Κι αν τυχόν καταλάβουν την παραφωνία τους και σιωπήσουν, θα παραλάβουν –όπως κάθε χρόνο δα μας έχουν συνηθίσει– τους δύο Σκιαθίτες, και, λέγοντας τις χιλιοειπωμένες αναμνήσεις με κοινότυπα αναμασήματα, θα παραστήσουν τους πνευματικούς ανθρώπους που συμμετέχουν στον μεγάλο εορτασμό των Χριστουγέννων, δίχως μια λέξη να πουν για το υπερφυές, το «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» της Ενσαρκώσεως του θείου Λόγου.



     Το να μιλάς όμως, για τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, επειδή το καλεί η περίσταση και η επικαιρότητα, δίχως να συγγενεύεις πνευματικά με τον κόσμο τους και δίχως να προσπαθείς να μιμηθείς τον ενάρετο βίο τους ή ό,τι τέλος πάντων καλό τούς αναγνωρίζεις πως είχαν κατορθώσει, δείχνει πως η πορεία σου προς τη Βηθλεέμ δεν είναι σωστή ή ότι δεν έγινε καθόλου αυτή η πορεία και ότι ούτε καν την αισθάνεσαι σαν ανάγκη. Δείχνει ότι είσαι ένας βολεμένος ανθρωπάκος, που δεν ξέρεις τι σου λείπει, όταν ζεις δίχως το ζεστό εκείνο Αστέρι και δίχως τη Γέννηση της Βηθλεέμ. Και στη θέση αυτών των λογοτεχνών ή δημοσιογράφων, που χριστιανίζουν αυτές τις μέρες δίχως να νιώθουν τίποτε βαθύτερο, έξω από μια νοσταλγία των παιδικών τους χρόνων με τ’ απαραίτητα χριστουγεννιάτικα αναπολήματα, βρίσκονται και πολλοί άλλοι χριστιανοί, που γιορτάζουν επιφανειακά, κοσμικά και μ’ έναν τρόπο σαρκικό τα Χριστούγεννα.


     Μα όσοι επιθυμούν να αισθανθούν κάτι πνευματικώτερο, κάτι βαθύτερο και κάτι συγκλονιστικότερο για τη ζωή της ταλαιπωρημένης μας ψυχής, δεν φτάνει να διαβάσουν την επίκαιρη φιλολογία που προσφέρουν οι κάθε λογής φυλλάδες. Πρέπει να ξεκινήσουν –ήδη πρέπει να έχουν ξεκινήσει από μέρες τώρα– για τη μακρινή πολίχνη της Ιουδαίας, τη φτωχική Βηθλεέμ. Να περπατήσουν πολύ, με οδηγό το λαμπρό Αστέρι της Αγάπης και της Ταπεινώσεως, για να βρουν τη Φάτνη. Κι αφού προσκυνήσουν το θείο Βρέφος, να κοινωνήσουν το «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον». Δίχως αυτή την κοινωνία του Μυστηρίου, η Γέννηση του Χριστού είναι ένα γεγονός, που περνά έξω από την ψυχή μας, ένα γεγονός αδιάφορο. Αν ο Χριστός δεν γεννηθεί μυστικά στη μέσα μας Βηθλεέμ, και δεν κοινωνήσουμε προσωπικά την Ενανθρώπησή Του, η σκοτεινή σπηλιά της καρδιάς μας ποτέ δεν πρόκειται να γίνει ουρανός, όπως έγινε τότε πριν δυο χιλιάδες δεκαπέντε χρόνια, όταν «ὁ ἀχώρητος παντί, ἐν τῆ γαστρὶ τῆς Παρθένου ἐχωρήθη» και γεννήθηκε στο ταπεινό Σπήλαιο.


     Η Γέννηση του Χριστού θα παραμένει πάντοτε για τον άνθρωπο ένα μυστήριο «ξένον καὶ παράδοξον». Γιατί ο Χριστός, κι όταν ακόμη γεννηθεί πνευματικά μέσα μας, δεν φανερώνεται παρά «ὅσον χωρεῖν ἐπίστασαι τὸν δεχόμενον (όσο μπορεί να χωρέσει μέσα του τον Χριστό αυτός που Τον δέχεται)». Έτσι, «ἀεὶ καὶ φαινόμενος ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τοῖς τρόποις τῶν μετοχῶν, ἀεὶ διαμένει, κατὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ μυστηρίου, τοῖς πᾶσιν ἀθέατος (=ο Λόγος του Θεού είναι ταυτόχρονα και φανερός από τη μέθεξη της ζωής των εντολών, αλλά και σε όλους αφανής σύμφωνα με την υπερβάλλουσα δύναμη του μυστηρίου Του)» (Άγιος Μάξιμος). Όσο και να προσπαθήσει ο άνθρωπος με τη λογική του να εξιχνιάσει το μυστήριο της θείας Ενανθρωπήσεως, είναι αδύνατο να το κατορθώσει. Εκείνο που πρέπει να κάνει κανείς είναι να δοξάσει «ἀπεριέργως (ανεξέταστα)» τον «εὐδοκήσαντα τοῦτο γενέσθαι δι’ ἡμᾶς (Αυτόν που ευδόκησε να πραγματοποιηθεί αυτό το μυστήριο για ’μας, για τη σωτηρία μας)». Γιατί, πραγματικά, ποιος μπορεί ν’ αποδείξει με το λογικό του και να πει (μαζί με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή):
     «Πώς έγινε η σύλληψη του Θεού Λόγου;
     Πώς έγινε άνθρωπος δίχως σπορά;
     Πώς έγινε η γέννηση δίχως να φθαρεί η παρθενία;
     Πώς γίνεται μητέρα να μένει παρθένος μετά τη γέννα;
     Πώς γίνεται ο υπερτέλειος Θεός να ενηλικιώνεται στο χρόνο;
     Πώς γίνεται να βαπτισθεί ο καθαρός Θεός;
     Πώς γίνεται να τρέφει Αυτός που πείνασε;
     Πώς χάριζε δύναμη Αυτός που κόπιασε;
     Πώς γίνεται να υποφέρει Αυτός που σκόρπιζε ιάσεις;
     Πώς γίνεται να πεθαίνει Αυτός που ζωοποιεί;
     Πώς γίνεται να γίνεται άνθρωπος ο Θεός;
     Και, το πιο μυστηριώδες απ’ όλα·
     Πώς παίρνει πραγματική ανθρώπινη υπόσταση Αυτός που κατ’ ουσίαν, με όλη Του την υπόσταση, βρίσκεται ολοκληρωτικά στον Πατέρα;
     Πώς είναι ο Ίδιος Αυτός που κατά τη φύση Του είναι ολόκληρος Θεός και, ταυτόχρονα, είναι Αυτός που έγινε κατά φύση ολόκληρος άνθρωπος;
     Αυτά τα μυστήρια τα χωράει μονάχα η πίστη…».


     Το «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» της Ενσαρκώσεως πρέπει να το πλησιάσουμε με ταπείνωση και με καθαρότητα σαρκός και πνεύματος. Όσοι δουλεύουμε ασταμάτητα στην ηδονή τη σαρκική, πολύ λίγες ελπίδες έχουμε να προσεγγίσουμε την άχραντη Γέννηση του Κυρίου. Και είναι, βέβαια, αδύνατο, όταν ζούμε μέσα στην αμαρτία, ν’ αξιωθούμε το μέγα αγαθό, να αισθανθούμε δηλαδή πνευματικά να γίνεται μέσα μας η θεία Γέννηση και η Ενανθρώπηση του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει κάπου τον λόγο του Πλάτωνος, πως ο μη καθαρός δεν είναι δυνατό, δεν επιτρέπεται να προσεγγίσει τον καθαρό: «μὴ καθαρῷ, καθαροῦ ἐφάπτεσθαι οὐ θεμιτόν». Και συμπληρώνει: «καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον». Μπορεί και χθες και σήμερα να ζήσει ο χριστιανός το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως, αφού καθαρίσει με το λουτρό της Εκκλησίας το σπήλαιο της μέσα του Βηθλεέμ. Ο φιλάνθρωπος Θεός έρχεται να γεννηθεί και σήμερα μέσα μας αρκεί να το θελήσουμε. Μας το βεβαιώνει ο θείος Μάξιμος λέγοντας στα «θεολογικά» του Κεφάλαια: «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐφάπαξ κατὰ σάρκα γεννηθείς, ἀεὶ γεννᾶται θέλων κατὰ πνεῦμα τοῖς θέλουσι καὶ γίνεται βρέφος, ἑαυτὸν ἐν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς (=Ο Λόγος του Θεού, αν και γεννήθηκε κατά σάρκα μια φορά, παρόλα αυτά θέλει να γεννιέται κατά πνεύμα σε όσους το θέλουνε πραγματικά και με τις θείες αρετές γίνεται ξανά βρέφος μέσα τους)». Αυτό το θείο Βρέφος, που έρχεται από αγάπη και από φιλανθρωπία να γεννηθεί μέσα μας, μεγαλώνει και διαπλάθεται από την αύξηση των αρετών μας. Δίχως τις αρετές, ούτε γεννιέται μέσα μας –όσα Χριστούγεννα κι αν γιορτάσουμε– ούτε μεγαλώνει το Βρέφος της Βηθλεέμ. Ο Χριστός με τη θεία Του Γέννηση, κατέβασε τον ουρανό στη γη κι ανέβασε τη γη στον ουρανό. Αυτό θα πει πως έγινε ο Θεός άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό. Πρώτα ο Θεός είχε μεταδώσει απ’ το Πνεύμα Του στον άνθρωπο για να τον φτιάξει κατ’ εικόνα. Τώρα στη δεύτερη αυτή κοινωνία Θεού και ανθρώπου, ο Θεός για να σώσει και τη φθαρμένη σάρκα του ανθρώπου, παίρνει σάρκα από την πάναγνη Μαρία, για να θεοποιήσει την ανθρώπινη φύση μας.


     Αυτό το βάθος της συγκαταβάσεως και της ταπεινώσεως που έδειξε ο Χριστός με τη θεία κένωσή Του και την Ενανθρώπησή Του, βεβαιώνει και πόσο μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην ένωση με τον Θεό. Εδώ, κρύβεται ένα βαθύ μυστήριο. Και χρειάζεται μεγάλη πίστη ο άνθρωπος, δίχως αμφιβολίες και δυστροπίες του ορθού λόγου (=του ορθολογισμού) –που βασανίζεται για τα υψηλά, αλλά, μη μπορώντας να γαντζωθεί απ’ τον ουρανό στέρεα, γλιστράει και πέφτει πάλι στη γη– για να δει την Ενανθρώπηση του Θεού, η οποία, «τοσοῦτον Θεὸν ποιοῦσαν τὸν ἄνθρωπον, ὅσον αὐτὸς γέγονεν ἄνθρωπος… (τόσο έκανε τον άνθρωπο Θεό, όσο Αυτός ο Ίδιος έγινε άνθρωπος)» (Άγιος Μάξιμος). Στο μυστήριο της θείας Οικονομίας, βλέπουμε τις στερήσεις του Χριστού, δηλαδή τα δικαιώματα προς τη θέωση, και την παντοτινή μας ζωή με τον Θεό. Η σάρκωση του Λόγου, έγινε η θέωσή μας. Η θεία Του κένωση, έγινε η δική μας πλήρωση. Η συγκατάβασή Του, έγινε δική μας ύψωση. Το πάθος Του, δική μας απάθεια. Κι ο θάνατός Του, μας έδωκε τη ζωή την αιώνια. Έτσι ο Χριστός δεν ακολουθεί την τακτική των γιατρών, που θεραπεύουν με τ’ αντίθετα φάρμακα ένα ανθρώπινο πάθος. Αλλά με το όμοιο γιατρεύει το όμοιο. Η «πτωχεία» του Θεού–Λόγου, γιατρεύει τη δική μας φτώχεια. Το πάθος, γιατρεύει τα πάθη μας. Ο θάνατός Του, το δικό μας θάνατο. Η φθορά Του, θεραπεύει τη δική μας φθορά. Και ο πόνος Του, γενικά, γιατρεύει τον κάθε μας πόνο.


     Ειδικά για το θέμα της Παναγίας, που γέννησε τον Χριστό «ἄνευ σπορᾶς καὶ ἄνευ φθορᾶς», δηλαδή συνέλαβε χωρίς συνάφεια και σπέρμα ανδρός αλλά παρέμεινε Παρθένος και μετά τη Γέννηση του Χριστού, έχουμε συχνά Προφητικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη, όπως στη φράση «...καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ (ὄφι) καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικός, ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν (=Θα βάλω άσβεστη έχθρα ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων της. Ένας όμως Απόγονος μιας Γυναίκας θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα Του κεντήσεις την πτέρνα)» (Γέν. γ΄ 15), καθώς και στη βάτο την καιομένη και μη καταφλεγομένη, και σε πολλά άλλα σημεία. Αυτή την καιομένη βάτο σχολιάζει ποιητικά και ο Θεοδώρος ο «Πτωχοπρόδρομος» σ’ ένα εξαίρετο, στην απλότητά του, τετράστιχο:
     «Πῦρ ἐν βάτῳ καὶ –θαῦμα!– ταύτην οὐ φλέγει.
     Οὐ πῦρ τὸ πῦρ· οὐ βάτος ἐστὶν ἡ βάτος.
     Καὶ πῦρ τὸ πῦρ· καὶ βάτος ἐστίν ἡ βάτος,
     ἀλλ’ εἰκονίζει τὸν τόκον τῆς Παρθένου».
     («Φωτιά μες τη βάτο κι είναι θαύμα που δεν την καίει.
     Η φωτιά δεν είναι φωτιά· κι η βάτος δεν είναι βάτος.
     Παρόλα αυτά, η φωτιά είναι όντως φωτιά 
     και η βάτος είναι πραγματικά βάτος,
     η οποία προεικονίζει τον τόκο της Παναγίας Παρθένου»).


     Ωστόσο, πρέπει να πιστεύουμε, πως εκείνο που έγινε στην Παναγία Θεοτόκο «σωματικῶς», δηλαδή να κατοικήσει όλο το πλήρωμα της «ἐν τῷ Χριστῷ» Θεότητος μέσα στη Θεοτόκο και να γεννηθεί από τα παρθενικά σπλάχνα της, αυτό το ίδιο μπορεί να γίνει «πνευματικῶς» σε κάθε «παρθενεύουσα» ψυχή (σημ.: δηλαδή, σε κάθε ψυχή πιστού που κάνει τον όποιο αγώνα του για να αγνίζεται, να καθαρίζεται και να παρθενεύει πνευματικά με την εργασία των θείων εντολών του Κυρίου και των θείων μυστηρίων της Εκκλησίας Του). Και τότε πια η παρουσία του Κυρίου δεν θα είναι σωματική αλλά πνευματική, του Χριστού «πνευματικῶς εἰσοικιζομένου καὶ τὸν Πατέρα Ἑαυτοῦ συνεισάγοντος (=του Χριστού, που έρχεται να μείνει μυστικά μέσα στη ψυχή του πιστού και φέρνει μαζί Του εκεί και τον Πατέρα Του)», κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Σ’ αυτό πάνω, ένας μεγάλος μυστικός της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, σημειώνει αυτά τα βαθιά σε νοήματα λόγια: «Καλότυχος είναι εκείνος ο άνθρωπος που είδε το Φως του κόσμου, δηλαδή τον Χριστό, να παίρνει μυστικά μορφή και να πλάθεται μέσα του. Γιατί αυτός ο άνθρωπος πρόκειται να εκληφθεί κατά Χάριν σαν μητέρα του Χριστού, μια που σα βρέφος έχει μέσα του τον Χριστό, όπως αψευδέστατα μας υποσχέθηκε ο Ίδιος ο Χριστός λέγοντας: “Να, ποιοι είναι για Μένα η μητέρα και οι αδελφοί και οι φίλοι Μου· αυτοί που ακούνε το λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους” (πρβλ. Λουκ. η΄ 21)».
     
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ

[(1) Παντελή Β. Πάσχου:
«Έρως Ορθοδοξίας»,
σελ. 26–29 και 31–33,
εκδόσεις «Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήνα 19874 .
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

ΣΚΑΛΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

ΣΚΑΛΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ


Πάμπολλες φορές η δική μας άσκηση
γίνεται ο πιο απευκταίος εγκλωβισμός μας.
Φαίνεται πως ούτε και ο Ίδιος ο Θεός δίνει τόση σημασία
στις αμαρτίες και τις πτώσεις μας, όση φαίνεται να δίνουμε εμείς.
Εθιζόμαστε στην αποτρόπαια ιδέα του αναμάρτητου χριστιανού
και δεν υποψιαζόμαστε ότι ο μόνος άγιος και αναμάρτητος 
είναι δικαιωματικά ο Θεός και όχι εμείς.
Εμείς μόνο να μετανοούμε μπορούμε, 
πάντα με τη σύναρση της Χάριτος.
Η πτώσεις μας ως συνήθως έρχονται για να θίξουν
την εικόνα της αυτείδωλης τελειότητας μέσα μας·
την εικόνα της τελειότητας που γυρεύουμε εμείς διακαώς
σαν επιβράβευση, σαν επιβεβαίωση και σαν αυτοδικαίωση.
Αλλά ο Θεός δεν απαιτεί από μας μια τελειότητα βίου,
χωρίς τη δική Του αγάπη και ταπείνωση.
Διαφεύγει κατά πολύ ο Ουρανός από τις ασκητικές μας επιδόσεις.
Όπως δεν είναι σπάνιο ούτε και παράξενο
αν οι πτώσεις μας δε χαρακτηρίζουν το βαθύτερο είναι μας.
Συμβαίνει συχνά εμείς να θέλουμε εμμονικά
να τις ξοφλάμε αυτοσχεδίως με ποικίλα γραμμάτια ασκήσεως
τα οποία ικανοποιούν μονάχα τη δική μας αντίληψη
για τον Θεό και τη δικαιοσύνη Του.
Η θεία Αγάπη εξαιρείται από κάθε ικανοποίηση
που θέλει να της προσφέρει σα σπονδή το φοβικό μας πνεύμα.
Γιατί η Αγάπη του Θεού είναι και θα είναι πάντα
ανενδεής, ελεύθερη, απρόβλεπτη και απροϋπόθετη.
Ακατάπαυστα και σκανδαλιστικά φιλάνθρωπη,
διαψεύδει συνεχώς το χαρακτηριστικό της τιμωρητικότητας
που της χρεώνουμε απερίσκεπτα και ανελεύθερα.
Αυτή η Θεία Αγάπη είναι που
συνέχει, συντηρεί, συγκρατεί και τρέφει
εμάς, την καρδιά μας και τα σύμπαντα 
που αν και δεν έχουν καρδιά, ελκύονται με τον κάθε παλμό της.
Αυτή λοιπόν η Αγάπη
δε βάζει όρους, δεν περιορίζει, δεν υποτάσσει.
Δεν επιβάλλει, δεν προστάσει.
Δεν απαιτεί «προόδους» και «ανόδους» στα πνευματικά,
δε μέμφεται την αδυναμία, δεν επιπλήττει την ανημποριά.
Δεν αγνοεί την πρόθεση, δεν κολαφίσει το λύγισμα, 
δε μαστιγώνει το ελεύθερο, δεν τιμωρεί το πταίσμα.
Δεν υποτιμά σκαιώς το ανθρώπινο πρόσωπο
για το οποίο στέκεται Αυτή αρχέτυπο στοργής και κάλλους.
Δεν κατεδαφίζει με πάταγο το μυστήριο της ζωής μας
και δεν προσβάλλει με ψευδοϋπεροχές το πολύπτυχο είναι μας,
για τα όσα συμβατικά σχήματα του κόσμου τούτου
το ακολουθούν, το συμπνίγουν και το μαραίνουν.
Και τι κάνουμε οι περισσότεροι με τον περιβόητο ασκητισμό μας;
Αντικείμενοι των σπλάχνων μας, ευμενίζουμε τάχα το θείο.
Υποδεικνύουμε ασύστολα τον Θεό πώς να μας σώσει
πάνω στα πλάνα των κόπων μας για το Όνομά Του.
Ίσα που μαχόμαστε ενοχικά το είναι μας
για να ελκύσουμε βραβεία αγιότητας.
Αυτό το τόσο ευόλισθο και χοϊκό μας είναι,
που τόσο μας «απογοητεύει» και μας «ντροπιάζει» συνέχεια
μπρος στα ανύστακτα μάτια του Θεού· 
του Θεού – Πατέρα.
Δε φτάνει που ζούμε μ’ αυτήν την επιζήμια ψευδαίσθηση,
δεν αφήνουμε και τους άλλους να ζήσουν δίχως αυτήν.
Η βασιλεία των ουρανών, «αρπάζεται»·
όχι από αυτούς που κωλύονται από τη ντροπή των αμαρτιών τους,
αλλά από εκείνους τους ευλογημένους «βιαστές» 
που βιώνουν το θάρρος του θείου ελέους και της θείας αγάπης.
Έτσι λοιπόν, το μεγάλο υπαρκτικό μας στοίχημα είναι
πώς θα μάθουμε να ευγνωμονούμε και να λαχταρούμε
Αυτόν τον Θεό που μας αγαπά αιώνια,
όποιοι και ό,τι και νά ’μαστε.
Το ταλαιπωρημένο πνεύμα μας,
έχει ανάγκη όχι τα κατορθώματα 
της ασιτίας, της στέρησης ή της επιβολής,
για να πτερωθεί ελεύθερα προς τον Ουρανό.
Αλλά οπωσδήποτε την ταπείνωση της καρδιάς,
που είναι η μόνη αυθεντική και ασφαλής σκάλα προς αυτόν…

πατὴρ Δαμιανὸς