ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ
ΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ
Μέσα στις ποικιλώνυμες πορείες των
σημερινών ανθρώπων που γίνονται για την «ειρήνη», για τις διάφορες «ελευθερίες»,
για τα «ίσα δικαιώματα», ο εμπνευσμένος Υμνογράφος της Εκκλησίας μας, προσκαλεί
αυτές τις μέρες τον Ορθόδοξο κόσμο σε μια καινούργια πορεία: στη μυστική πορεία
που μας φέρνει σ’ ένα σκοτεινό και άσημο Σπήλαιο της Βηθλεέμ. Κι ακούγεται ο
ψάλτης μέσα στα χαράματα του όρθρου, να ψέλνει κατανυκτικά το προσκλητήριο
αυτό, για την ευλογημένη μας πορεία:
«Δεῦτε
ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός·
ἀκολουθήσωμεν λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
μετὰ τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.
Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδὴν ἐπάξιον·
Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες,
τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι,
ἐκ τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου,
ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».
Η πορεία για τη Βηθλεέμ έχει μιαν
ανυπολόγιστη σημασία για τον άνθρωπο και δεν συγκρίνεται με καμμιά από όσες
οργανώνονται για το καλό τάχατες του ανθρώπου. Γιατί η πορεία προς το ταπεινό Σπήλαιο
είναι πνευματική· και το Αστέρι που θα φέγγει την πορεία μας, μέσα στις κρύες
νύχτες δίχως φως και δίχως ζεστασιά, είναι το γλυκό Αστέρι της Αγάπης, που
είναι σα να το βαστάει το ίδιο το χέρι του Θεού, εκεί καταμεσίς στον πνευματικό
ουρανό μας, και φέγγει όλους τους ανθρώπους που πορεύονται με ταπεινή και
καθαρή καρδιά προς το φτωχικό Σπήλαιο της Βηθλεέμ.
Κι αν κάποιοι άνθρωποι σημερινοί –δίχως
ποίηση, δίχως αγάπη, δίχως ταπείνωση– μας πουν, πως ταξιδεύοντας στον ουρανό με
δορυφόρους δεν συνάντησαν ούτε τον Θεό, ούτε τους Αγγέλους Του, ούτε το Αστέρι
της Βηθλεέμ, εμείς πρέπει να δούμε ποιος τους δασκάλεψε να πουν αυτές τις μωρές
πεζότητες, που δείχνουν πως δεν έχουν μέσα τους κανέναν ουρανό, κι επομένως δεν
πρόκειται, με τέτοιους τρόπους εγωιστικούς και επηρμένους να δούνε τον Θεό ή
τους Αγγέλους ή το Αστέρι, που μας φέρνει και μας οδηγεί με ασφάλεια στον θείο
Σωτήρα, στον Χριστό.
Αυτές τις μέρες γινόμαστε –εξωτερικά,
αλίμονο, τις περισσότερες φορές– πιο φιλέορτοι και πιο φιλόχριστοι. Θυμούμαστε
τα παιδικά μας χρόνια και την εκκλησιά του χωριού μας, οι ξενητεμένοι, και
δακρύζουμε. Όλοι σχεδόν αποφασίζουμε ν’ αφήσουμε τις φροντίδες και τις
καθημερινές βιοτικές μέριμνες και να «γιορτάσουμε» τα Χριστούγεννα. Σ’ αυτό θα
μας βοηθήσουνε πολλοί παράγοντες –να γιορτάσουμε δηλαδή με όση κοσμικότητα
επιβάλλεται απ’ τα έθιμα ή τον καινούργιο θεό του τουρισμού, που ξεσηκώνει την
οικογένεια και τη σκορπίζει στους πέντε ανέμους, για να γιορτάσουν
«γραφικότερα» τα Χριστούγεννα. Βέβαια, δεν θα λείψουν απ’ την ατμόσφαιρα της
γιορτής και οι πανηγυριστές των εφημερίδων. Εκείνοι που ως τα χτες, όλον τον
χρόνο, βουτούσαν την πέννα τους στις μεγαλύτερες βρωμιές, από κάθε άποψη και
κλίμα, και μας έδιναν τα πιο άνοστα και τα πιο ακαλαίσθητα πορνογραφήματα και
βαναυσουργήματα, θά ’ρθουν τώρα κοντά στο στασίδι που ψέλνει με σεμνότητα ο
Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης τα χριστουγεννιάτικα, και θ’ αρχίσουν κι αυτοί να
μιμούνται το ψάλσιμό τους. Κι αν τυχόν καταλάβουν την παραφωνία τους και
σιωπήσουν, θα παραλάβουν –όπως κάθε χρόνο δα μας έχουν συνηθίσει– τους δύο
Σκιαθίτες, και, λέγοντας τις χιλιοειπωμένες αναμνήσεις με κοινότυπα
αναμασήματα, θα παραστήσουν τους πνευματικούς ανθρώπους που συμμετέχουν στον
μεγάλο εορτασμό των Χριστουγέννων, δίχως μια λέξη να πουν για το υπερφυές, το
«ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» της Ενσαρκώσεως του θείου Λόγου.
Το να μιλάς όμως, για τον Παπαδιαμάντη και
τον Μωραϊτίδη τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, επειδή το καλεί η περίσταση και η
επικαιρότητα, δίχως να συγγενεύεις πνευματικά με τον κόσμο τους και δίχως να
προσπαθείς να μιμηθείς τον ενάρετο βίο τους ή ό,τι τέλος πάντων καλό τούς
αναγνωρίζεις πως είχαν κατορθώσει, δείχνει πως η πορεία σου προς τη Βηθλεέμ δεν
είναι σωστή ή ότι δεν έγινε καθόλου αυτή η πορεία και ότι ούτε καν την αισθάνεσαι σαν
ανάγκη. Δείχνει ότι είσαι ένας βολεμένος ανθρωπάκος, που δεν ξέρεις τι σου
λείπει, όταν ζεις δίχως το ζεστό εκείνο Αστέρι και δίχως τη Γέννηση της
Βηθλεέμ. Και στη θέση αυτών των λογοτεχνών ή δημοσιογράφων, που χριστιανίζουν
αυτές τις μέρες δίχως να νιώθουν τίποτε βαθύτερο, έξω από μια νοσταλγία των
παιδικών τους χρόνων με τ’ απαραίτητα χριστουγεννιάτικα αναπολήματα, βρίσκονται
και πολλοί άλλοι χριστιανοί, που γιορτάζουν επιφανειακά, κοσμικά και μ’ έναν
τρόπο σαρκικό τα Χριστούγεννα.
Μα όσοι επιθυμούν να αισθανθούν κάτι
πνευματικώτερο, κάτι βαθύτερο και κάτι συγκλονιστικότερο για τη ζωή της
ταλαιπωρημένης μας ψυχής, δεν φτάνει να διαβάσουν την επίκαιρη φιλολογία που
προσφέρουν οι κάθε λογής φυλλάδες. Πρέπει να ξεκινήσουν –ήδη πρέπει να έχουν
ξεκινήσει από μέρες τώρα– για τη μακρινή πολίχνη της Ιουδαίας, τη φτωχική
Βηθλεέμ. Να περπατήσουν πολύ, με οδηγό το λαμπρό Αστέρι της Αγάπης και της Ταπεινώσεως,
για να βρουν τη Φάτνη. Κι αφού προσκυνήσουν το θείο Βρέφος, να κοινωνήσουν το
«ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον». Δίχως αυτή την κοινωνία του Μυστηρίου, η
Γέννηση του Χριστού είναι ένα γεγονός, που περνά έξω από την ψυχή μας, ένα
γεγονός αδιάφορο. Αν ο Χριστός δεν γεννηθεί μυστικά στη μέσα μας Βηθλεέμ, και δεν
κοινωνήσουμε προσωπικά την Ενανθρώπησή Του, η σκοτεινή σπηλιά της καρδιάς μας
ποτέ δεν πρόκειται να γίνει ουρανός, όπως έγινε τότε πριν δυο χιλιάδες
δεκαπέντε χρόνια, όταν «ὁ ἀχώρητος παντί, ἐν τῆ γαστρὶ τῆς Παρθένου ἐχωρήθη»
και γεννήθηκε στο ταπεινό Σπήλαιο.
Η Γέννηση του Χριστού θα παραμένει πάντοτε
για τον άνθρωπο ένα μυστήριο «ξένον καὶ παράδοξον». Γιατί ο Χριστός, κι όταν
ακόμη γεννηθεί πνευματικά μέσα μας, δεν φανερώνεται παρά «ὅσον χωρεῖν ἐπίστασαι
τὸν δεχόμενον (όσο μπορεί να χωρέσει μέσα του τον Χριστό αυτός που Τον δέχεται)».
Έτσι, «ἀεὶ καὶ φαινόμενος ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τοῖς τρόποις τῶν μετοχῶν, ἀεὶ
διαμένει, κατὰ τὴν ὑπερβολὴν τοῦ μυστηρίου, τοῖς πᾶσιν ἀθέατος (=ο Λόγος του
Θεού είναι ταυτόχρονα και φανερός από τη μέθεξη της ζωής των εντολών, αλλά και σε
όλους αφανής σύμφωνα με την υπερβάλλουσα δύναμη του μυστηρίου Του)» (Άγιος Μάξιμος).
Όσο και να προσπαθήσει ο άνθρωπος με τη λογική του να εξιχνιάσει το μυστήριο
της θείας Ενανθρωπήσεως, είναι αδύνατο να το κατορθώσει. Εκείνο που πρέπει να
κάνει κανείς είναι να δοξάσει «ἀπεριέργως (ανεξέταστα)» τον «εὐδοκήσαντα τοῦτο
γενέσθαι δι’ ἡμᾶς (Αυτόν που ευδόκησε να πραγματοποιηθεί αυτό το μυστήριο για ’μας,
για τη σωτηρία μας)». Γιατί, πραγματικά, ποιος μπορεί ν’ αποδείξει με το λογικό
του και να πει (μαζί με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή):
«Πώς έγινε η σύλληψη του Θεού Λόγου;
Πώς έγινε άνθρωπος δίχως σπορά;
Πώς έγινε η γέννηση δίχως να φθαρεί η
παρθενία;
Πώς γίνεται μητέρα να μένει παρθένος μετά
τη γέννα;
Πώς γίνεται ο υπερτέλειος Θεός να ενηλικιώνεται στο
χρόνο;
Πώς
γίνεται να βαπτισθεί ο καθαρός Θεός;
Πώς γίνεται να τρέφει Αυτός που πείνασε;
Πώς χάριζε δύναμη Αυτός που κόπιασε;
Πώς γίνεται να υποφέρει Αυτός που σκόρπιζε
ιάσεις;
Πώς γίνεται να πεθαίνει Αυτός που
ζωοποιεί;
Πώς γίνεται να γίνεται άνθρωπος ο Θεός;
Και, το πιο μυστηριώδες απ’ όλα·
Πώς παίρνει πραγματική ανθρώπινη υπόσταση
Αυτός που κατ’ ουσίαν, με όλη Του την υπόσταση, βρίσκεται ολοκληρωτικά στον
Πατέρα;
Πώς είναι ο Ίδιος Αυτός που κατά τη
φύση Του είναι ολόκληρος Θεός και, ταυτόχρονα, είναι Αυτός που έγινε
κατά φύση ολόκληρος άνθρωπος;
Αυτά τα μυστήρια τα χωράει μονάχα η
πίστη…».
Το «ξένον καὶ παράδοξον μυστήριον» της Ενσαρκώσεως
πρέπει να το πλησιάσουμε με ταπείνωση και με καθαρότητα σαρκός και πνεύματος. Όσοι
δουλεύουμε ασταμάτητα στην ηδονή τη σαρκική, πολύ λίγες ελπίδες έχουμε να
προσεγγίσουμε την άχραντη Γέννηση του Κυρίου. Και είναι, βέβαια, αδύνατο, όταν
ζούμε μέσα στην αμαρτία, ν’ αξιωθούμε το μέγα αγαθό, να αισθανθούμε δηλαδή
πνευματικά να γίνεται μέσα μας η θεία Γέννηση και η Ενανθρώπηση του Χριστού. Ο Άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει κάπου τον λόγο του Πλάτωνος, πως ο μη καθαρός δεν
είναι δυνατό, δεν επιτρέπεται να προσεγγίσει τον καθαρό: «μὴ καθαρῷ, καθαροῦ ἐφάπτεσθαι
οὐ θεμιτόν». Και συμπληρώνει: «καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ
προσομιλητέον». Μπορεί και χθες και σήμερα να ζήσει ο χριστιανός το μυστήριο της
Ενανθρωπήσεως, αφού καθαρίσει με το λουτρό της Εκκλησίας το σπήλαιο της μέσα
του Βηθλεέμ. Ο φιλάνθρωπος Θεός έρχεται να γεννηθεί και σήμερα μέσα μας αρκεί
να το θελήσουμε. Μας το βεβαιώνει ο θείος Μάξιμος λέγοντας στα «θεολογικά» του
Κεφάλαια: «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐφάπαξ κατὰ σάρκα γεννηθείς, ἀεὶ γεννᾶται θέλων κατὰ
πνεῦμα τοῖς θέλουσι καὶ γίνεται βρέφος, ἑαυτὸν ἐν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς
(=Ο Λόγος του Θεού, αν και γεννήθηκε κατά σάρκα μια φορά, παρόλα αυτά θέλει να
γεννιέται κατά πνεύμα σε όσους το θέλουνε πραγματικά και με τις θείες αρετές γίνεται
ξανά βρέφος μέσα τους)». Αυτό το θείο Βρέφος, που έρχεται από αγάπη και από
φιλανθρωπία να γεννηθεί μέσα μας, μεγαλώνει και διαπλάθεται από την αύξηση των
αρετών μας. Δίχως τις αρετές, ούτε γεννιέται μέσα μας –όσα Χριστούγεννα κι αν
γιορτάσουμε– ούτε μεγαλώνει το Βρέφος της Βηθλεέμ. Ο Χριστός με τη θεία Του Γέννηση,
κατέβασε τον ουρανό στη γη κι ανέβασε τη γη στον ουρανό. Αυτό θα πει πως έγινε
ο Θεός άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό. Πρώτα ο Θεός είχε μεταδώσει απ’
το Πνεύμα Του στον άνθρωπο για να τον φτιάξει κατ’ εικόνα. Τώρα στη δεύτερη αυτή
κοινωνία Θεού και ανθρώπου, ο Θεός για να σώσει και τη φθαρμένη σάρκα του ανθρώπου,
παίρνει σάρκα από την πάναγνη Μαρία, για να θεοποιήσει την ανθρώπινη φύση μας.
Αυτό το βάθος της συγκαταβάσεως και της ταπεινώσεως
που έδειξε ο Χριστός με τη θεία κένωσή Του και την Ενανθρώπησή Του, βεβαιώνει
και πόσο μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στην ένωση με τον Θεό. Εδώ, κρύβεται ένα
βαθύ μυστήριο. Και χρειάζεται μεγάλη πίστη ο άνθρωπος, δίχως αμφιβολίες και
δυστροπίες του ορθού λόγου (=του ορθολογισμού) –που βασανίζεται για τα υψηλά,
αλλά, μη μπορώντας να γαντζωθεί απ’ τον ουρανό στέρεα, γλιστράει και πέφτει πάλι
στη γη– για να δει την Ενανθρώπηση του Θεού, η οποία, «τοσοῦτον Θεὸν ποιοῦσαν τὸν
ἄνθρωπον, ὅσον αὐτὸς γέγονεν ἄνθρωπος… (τόσο έκανε τον άνθρωπο Θεό, όσο Αυτός ο
Ίδιος έγινε άνθρωπος)» (Άγιος Μάξιμος). Στο μυστήριο της θείας Οικονομίας, βλέπουμε
τις στερήσεις του Χριστού, δηλαδή τα δικαιώματα προς τη θέωση, και την παντοτινή
μας ζωή με τον Θεό. Η σάρκωση του Λόγου, έγινε η θέωσή μας. Η θεία Του κένωση, έγινε
η δική μας πλήρωση. Η συγκατάβασή Του, έγινε δική μας ύψωση. Το πάθος Του, δική
μας απάθεια. Κι ο θάνατός Του, μας έδωκε τη ζωή την αιώνια. Έτσι ο Χριστός δεν
ακολουθεί την τακτική των γιατρών, που θεραπεύουν με τ’ αντίθετα φάρμακα ένα
ανθρώπινο πάθος. Αλλά με το όμοιο γιατρεύει το όμοιο. Η «πτωχεία» του Θεού–Λόγου,
γιατρεύει τη δική μας φτώχεια. Το πάθος, γιατρεύει τα πάθη μας. Ο θάνατός Του,
το δικό μας θάνατο. Η φθορά Του, θεραπεύει τη δική μας φθορά. Και ο πόνος Του,
γενικά, γιατρεύει τον κάθε μας πόνο.
Ειδικά για το θέμα της Παναγίας, που
γέννησε τον Χριστό «ἄνευ σπορᾶς καὶ ἄνευ φθορᾶς», δηλαδή συνέλαβε χωρίς συνάφεια και σπέρμα ανδρός αλλά παρέμεινε Παρθένος και μετά τη Γέννηση του Χριστού, έχουμε συχνά Προφητικές αναφορές στην Παλαιά
Διαθήκη, όπως στη φράση «...καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ (ὄφι) καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικός, ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν (=Θα βάλω άσβεστη έχθρα ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων της. Ένας όμως Απόγονος μιας Γυναίκας θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα Του κεντήσεις την πτέρνα)» (Γέν. γ΄ 15), καθώς και στη βάτο την καιομένη και μη καταφλεγομένη, και σε πολλά άλλα
σημεία. Αυτή την καιομένη βάτο σχολιάζει ποιητικά και ο Θεοδώρος ο «Πτωχοπρόδρομος» σ’ ένα εξαίρετο, στην απλότητά του, τετράστιχο:
«Πῦρ
ἐν βάτῳ καὶ –θαῦμα!– ταύτην οὐ φλέγει.
Οὐ πῦρ τὸ πῦρ· οὐ βάτος ἐστὶν ἡ βάτος.
Καὶ πῦρ τὸ πῦρ· καὶ βάτος ἐστίν ἡ βάτος,
ἀλλ’ εἰκονίζει τὸν τόκον τῆς Παρθένου».
(«Φωτιά μες τη βάτο κι είναι θαύμα που δεν
την καίει.
Η φωτιά δεν είναι φωτιά· κι η βάτος δεν
είναι βάτος.
Παρόλα αυτά, η φωτιά είναι όντως φωτιά
και η
βάτος είναι πραγματικά βάτος,
η οποία προεικονίζει τον τόκο της Παναγίας Παρθένου»).
Ωστόσο, πρέπει να πιστεύουμε, πως εκείνο
που έγινε στην Παναγία Θεοτόκο «σωματικῶς», δηλαδή να κατοικήσει όλο το πλήρωμα
της «ἐν τῷ Χριστῷ» Θεότητος μέσα στη Θεοτόκο και να γεννηθεί από τα παρθενικά
σπλάχνα της, αυτό το ίδιο μπορεί να γίνει «πνευματικῶς» σε κάθε «παρθενεύουσα»
ψυχή (σημ.: δηλαδή, σε κάθε ψυχή πιστού που κάνει τον όποιο αγώνα του για να
αγνίζεται, να καθαρίζεται και να παρθενεύει πνευματικά με την εργασία των θείων εντολών
του Κυρίου και των θείων μυστηρίων της Εκκλησίας Του). Και τότε πια η παρουσία
του Κυρίου δεν θα είναι σωματική αλλά πνευματική, του Χριστού «πνευματικῶς
εἰσοικιζομένου καὶ τὸν Πατέρα Ἑαυτοῦ συνεισάγοντος (=του Χριστού, που έρχεται
να μείνει μυστικά μέσα στη ψυχή του πιστού και φέρνει μαζί Του εκεί και τον
Πατέρα Του)», κατά την έκφραση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Σ’ αυτό πάνω, ένας
μεγάλος μυστικός της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, σημειώνει αυτά
τα βαθιά σε νοήματα λόγια: «Καλότυχος είναι εκείνος ο άνθρωπος που είδε το Φως
του κόσμου, δηλαδή τον Χριστό, να παίρνει μυστικά μορφή και να πλάθεται μέσα του. Γιατί αυτός ο άνθρωπος πρόκειται
να εκληφθεί κατά Χάριν σαν μητέρα του Χριστού, μια που σα βρέφος έχει μέσα του τον Χριστό,
όπως αψευδέστατα μας υποσχέθηκε ο Ίδιος ο Χριστός λέγοντας: “Να, ποιοι είναι για Μένα η μητέρα και οι αδελφοί και οι φίλοι Μου· αυτοί που ακούνε το λόγο του Θεού και
τον τηρούνε στη ζωή τους” (πρβλ. Λουκ. η΄ 21)».
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β.
ΠΑΣΧΟΣ
※
[(1) Παντελή
Β. Πάσχου:
«Έρως Ορθοδοξίας»,
σελ. 26–29
και 31–33,
εκδόσεις
«Αποστολικής Διακονίας»,
Αθήνα 19874
.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]
※
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.