«ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ
ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΜΑΣ»
Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος. Η Κορέα βρίσκεται υπό την Ιαπωνική Κατοχή και της επιβάλλεται με τον πιο βίαιο καθεστωτικό τρόπο η
λατρεία του θεού ήλιου. Οι όποιοι απροσκύνητοι αυτού του ψευδοθεού, γνώριζαν καλά τις φρικτές συνέπειες που θα επακολουθούσαν άμεσα στη ζωή τους: διωγμός, βασανιστήρια, φυλάκιση, θάνατος. Η Έστερ Αν Κιμ, μια νεαρή δασκάλα μόλις 19 χρονών, χωρίς ενδοιασμό και αμφιταλάντευση, αποφασίζει να ορθώσει το ανάστημά της και να υποστηρίξει την Χριστιανική της
Πίστη μέχρι το τέλος. Μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός της, μέχρι την έσχατη αναπνοή ολάκερου του είναι της. Το συναρπαστικό της ημερολόγιο κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις «Ἐν Πλῷ» με τον τίτλο «Κι ας χαθώ». Η μεγάλη αγάπη της για τον Χριστό τροφοδοτούσε την ευαίσθητη ύπαρξή της με σπάνια φρονήματα ανδρείας και αυταπάρνησης. Δεν την ένοιαζε
ακόμη και να «χαθεί» για τον υπέροχο χριστιανισμό της καρδιάς της. Κι όμως, παρά τις σκληρές και ανείπωτες ημέρες της κράτησης, του εγκλεισμού και του μαρτυρίου της,
η ίδια δεν χάθηκε καθόλου. Έζησε και επέζησε κάτω από το κραταιό χέρι του Σωτήρος Χριστού για
να παραδώσει σε όλους εμάς ένα πολύτιμο ημερολόγιο που αφυπνίζει,
προβληματίζει και συναρπάζει καρδιές και συνειδήσεις. Μέσα από τη δική της
αληθινή μαρτυρία, εμείς λαμβάνουμε ακέραιη και αποστομωτική τη γνώση για το τι εστί άπεφθη, άμωμη, έμπρακτη, μαρτυρική και καρδιοστάλακτη Πίστη· πέρα και μακριά από συμβιβασμούς, βολέματα,
στοχασμούς, ιδεολογήματα και εγκόσμιες παραχαράξεις. Η ανθρώπινη αδυναμία, η
υποκρισία του συστήματος, η σκληρότητα της κοινωνίας, τα έωλα πολιτικά ρεύματα, οι επίσημες χάρτες και τα περίτρανα μανιφέστα, οι στεντόρειες διακηρύξεις και οι φρούδες ανατροπές των πρόσκαιρων επαναστάσεων, μπορούν άνετα κάθε φορά να προβάλλουν, να επιβάλλουν, να νομιμοποιούν, να προσυπογράφουν και να εγκρίνουν τα πάντα· εκτός βέβαια από μία τέτοια Πίστη που την διεκδικεί
το μαρτύριο, την εσωκλείει η καρδιά και την αφαρπάζει ο ουρανός…
Εκείνο το βράδυ η παγωνιά μάς θέριζε. Από
τις σχισμές του πατώματος λυσσομανούσε ο δυνατός άνεμος, τόσο ψυχρός που νόμιζα
ότι χίλιες ατσάλινες σαΐτες ξέσκιζαν το δέρμα μου. Το κουδούνι που σήμαινε την
ώρα του ύπνου είχε χτυπήσει εδώ και ώρα, αλλά πώς να σε πάρει ο ύπνος;
Τρεμουλιάζοντας από το κρύο σφιχταγκαλιαστήκαμε όλες μαζί για να ζεσταθούμε. Ύστερα,
από το πουθενά, ένα τρομακτικό βογγητό, σαν μουγκανητό βοδιού, ακούστηκε από
ένα κοντινό κελί.
«Μα, τι ήχος είναι αυτός;», ρώτησα απευθυνόμενη σε μια δεσμοφύλακα που στάθηκε κοντά
στο κελί μας.
«Αυτή, η τρελή Κινέζα είναι!», μου απάντησε.
«Και, πόσο χρονών είναι;».
«Μόλις είκοσι. Τα ρούχα της, είναι μονίμως
λεκιασμένα. Κι αν δεν της δέσεις τα χέρια στην πλάτη, θα συνεχίσει να κοπανιέται
στην πόρτα για μια ζωή. Τώρα, ουρλιάζει και μας καταριέται· οπότε της αξίζει μια
γερή τιμωρία!».
Αυτά που άκουσα ήταν αρκετά για να τη βάλω
στην καρδιά μου. Βρισκόταν μόνη, σ’ ένα ξεπαγιασμένο κελί, μια τέτοια άγρια
νύχτα, με τα χέρια δεμένα. Φαντάζομαι τα αισθήματά της μέσα στα βρώμικα
παλιόρουχά της. Ακούω τη φωνή της να κυμαίνεται μέσα στο κρύο, πότε να ωρύεται
και πότε να μαλακώνει. Τεντώθηκα μήπως κι ακούσω τα ασυνάρτητα μουρμουρητά της.
Δεν μπορεί! Και τρελή να είναι, το κρύο θα την αγγίζει, σίγουρα θα το αισθάνεται
στο κορμί της.
Σκέφτηκα: ο Χριστός γιάτρεψε κι έσωσε τους
αμαρτωλούς και τους αρρώστους. Ας υποθέσουμε πως βρίσκεται εδώ, δίπλα μας, σ’
αυτή τη φυλακή. Ποιον πιστεύετε ότι θα επισκεπτόταν πρώτο–πρώτο; Δίχως αμφιβολία,
θα είχε προσπεράσει το κελί μου για να πάει στο δικό της. Εκείνη, Τον χρειαζόταν
περισσότερο από όλους.
«Σκότωσε τον άντρα της!», συνέχισε την
περιγραφή η δεσμοφύλακας. «Έπειτα, τον κομμάτιασε και τον πέταξε στο ποτάμι. Δεν
είναι άνθρωπος αυτή, αλλά αληθινός δαίμονας!».
Τη λυπήθηκα μ’ αυτά που άκουγα και θά
’θελα να τη βοηθήσω, αλλά δεν παρέλειψα να συγκεντρώσω τις απαραίτητες
προφάσεις για να το αποφύγω. Και, ποια ήμουν εγώ, για να τη βοηθήσω; Μια απλή
κρατούμενη. Κι αυτή, μια γυναίκα από τη Μαντζουρία. Και να μπορούσα να τη
συνδράμω, σε ποια γλώσσα θα μιλούσα; Όμως, και πάλι, οι κατάρες που ξεστόμιζε
μανιασμένα, ένιωθα ότι κατευθύνονταν σε μένα. Κι ύστερα, ήρθε η γνωστή φωνή που
ακούγεται από την καρδιά μας: «Δεν είμαι μια χριστιανή που υποτίθεται πως
ακολουθεί τον Χριστό; Δεν πρέπει να κάνω αυτό που κι Εκείνος θα έπραττε; Δεν θα
την άφηνε αβοήθητη! Θα συμφωνούσε έτσι και την άφηνα μονάχη στην κατάστασή
της;».
Όλη νύχτα πάλευα να κοιμηθώ, αλλά η πείνα,
το κρύο και η σκέψη αυτού του ανήμπορου τρομαγμένου κοριτσιού, δεν με άφηναν να
ησυχάσω. Κειτόταν στο πάτωμα, με τα χέρια δεμένα, σερνόταν ταπεινωμένη σαν το
σκυλί για να γλύψει απ’ το πάτωμα τα λιγοστά απομεινάρια τροφής. Κατά τη
διάρκεια της ημέρας ηρεμούσε κάπως. Αλλά, με το που έπεφτε η νύχτα, το
παραλήρημά της όλο και δυνάμωνε.
«Ας προσευχηθούμε με όλη μας την καρδιά να
καταφέρουμε να έρθει στο δικό μας κελί!», έριξα αμέσως την ιδέα. Οι άλλες, ξαφνιάστηκαν· αλλά δεν με πείραζε.
Την τέταρτη πια μέρα, φώναξα τη
δεσμοφύλακα και της έθεσα το ζήτημα. «Θέλω να τη βοηθήσω, προτού οδηγηθεί στην
κρεμάλα», της εξήγησα.
«Μα, είναι τρελή! Δαγκώνει όποιον βρει
μπροστά της!».
«Εντάξει, το καταλαβαίνω· αλλά, σας
παρακαλώ, επιτρέψτε της να έρθει στο κελί μας!».
Αδύνατον. Και αυτή και η επομένη φρουρός
αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Μόνο η τρίτη, όταν τη ρώτησα, δέχθηκε να μιλήσει στην
υπεύθυνη, φτάνει να εξηγούσα το πώς και το γιατί.
«Αυτή η γυναίκα είναι ξένη», τους έδωσα να
καταλάβουν. «Σύντομα, θα καταδικαστεί σε θάνατο και μάλιστα σε μια ξένη χώρα,
χωρίς να γνωρίζει ούτε τη γλώσσα ούτε τις εδώ συνήθειες. Θέλω απλώς να της
μιλήσω και να σταθώ δίπλα της προτού πεθάνει». Το θέμα παραπέμφθηκε σε κάποιον
άλλο αξιωματούχο, ο οποίος –επιτέλους!– έδωσε την απαιτούμενη άδεια. Έτσι, αργά το
βράδυ, ένας φύλακας την οδήγησε στο κελί μας.
Η μπόχα από τα ρούχα της ήταν αποπνικτική· τόσο, που οι άλλες κρατούμενες έτρεξαν αηδιασμένες στην απέναντι γωνιά με τη
μύτη τους κλειστή. Είχε μακριά και ανάκατα μαλλιά, για μέρες άλουστα, ενώ τα
βουλιαγμένα της μάτια ήταν κατακόκκινα. Είχε καιρό να πλυθεί κι έμοιαζε έτοιμη
να μας κατασπαράξει.
Την κρατούσα από την πλάτη. Όπως το
φανταζόμουν, προσπαθούσε μανιασμένα να ελευθερώσει το σώμα της και να μου
δαγκώσει τα χέρια. Πέσαμε στο πάτωμα· αυτή πάλευε, αλλά δεν την άφηνα. Όσο πιο
σκληρά προσπαθούσε να αποτραβηχτεί, τόσο πιο σταθερά την κρατούσα. Όλες οι
άλλες είχαν απομακρυνθεί φοβισμένες, μη ξέροντας τι θα επακολουθήσει.
Στο τέλος, εξαντλημένες κι οι δύο από την
πάλη, πέσαμε στο πάτωμα κατάκοπες. Ανέπνεε βαριά και τα μάτια της γυάλιζαν από
την οργή. Δεν είχε πια άλλα κουράγια για να παλέψει, αλλά με κοίταζε γεμάτη
θυμό. Ύστερα από λίγο, αποκοιμήθηκε. Τα γυμνά της πόδια ήταν γεμάτα περιττώματα,
μα δίσταζα να την ξυπνήσω. Το κρύο ήταν δυνατό· κι αυτή, είχε μόλις καταφέρει να
παραδοθεί στον ύπνο. Έπιασα τα πόδια της και τα έφερα στο στήθος μου, για να τα
κρατήσω ζεστά.
Γύρω στα μεσάνυχτα, ξύπνησα από το
ροχαλητό της. Ήταν τόσο δυνατό, που καμιά μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τα
παράπονα έδιναν κι έπαιρναν. Ξημέρωσε, κι εκείνη συνέχισε να κοιμάται. Φάγαμε
πρωινό, κι εκείνη απτόητη κοιμόταν και ροχάλιζε δυνατά. Εξακολουθούσα να της
κρατώ τα πόδια, κι έτσι, καθώς τα βρώμικα ρούχα της παρέμεναν ζεστά, η δυσωδία
γινόταν όλο και πιο αφόρητη. Οι υπόλοιπες κρατούμενες, με δυσκολία ανέχονταν
αυτή την κατάσταση και διαμαρτύρονταν φωναχτά· αλλά το δύσμοιρο κορίτσι, απτόητο
για τρίτη μέρα, ροχάλιζε ασταμάτητα.
Όταν πια το ροχαλητό της αδυνάτισε κάπως,
σιγά–σιγά ξύπνησε και, θυμωμένη που κρατούσα τα πόδια της στον κόρφο μου, τα
τράβηξε δυνατά, ενώ τα μάτια της είχαν πρηστεί από τον πολύ ύπνο.
Τότε, ζήτησα από μια δεσμοφύλακα να της
φέρει καθαρά ρούχα, κι όταν της έβγαλε τις χειροπέδες για να μπορέσει να
ντυθεί, το δύστυχο κορίτσι έχασε το χρώμα του από τη σαστιμάρα.
«Μα, καλά, απορώ!», μου είπε ένας από τους
φύλακες, «είσαι μ’ αυτό το βρώμικο θηρίο και μπορείς ακόμη να τρως το φαγητό
σου;».
«Δεν ήξερα ότι το να είσαι χριστιανός, ήταν
τόσο δύσκολο!», πρόσθεσε μια κρατούμενη.
Άρχισα να της κάνω τρυφερά μασάζ και σιγά
σιγά ξαναβρήκε τη ζωντάνια της. Το βλέμμα της, παρέμενε εχθρικό και συνέχιζε να
μουρμουρίζει ακαταλαβίστικες βρισιές, αλλά τουλάχιστον έφαγε με τη βοήθειά μου
το φαγητό της, που της το κρατούσαμε όλες αυτές τις μέρες που κοιμόταν. Το
έφαγε όλο με βουλιμία.
Τη μέρα που είχαμε παλέψει στο πάτωμα,
ίδρωσε τόσο πολύ, που τα μάτια της, άλλοτε γεμάτα βλέννα και τσίμπλες, τώρα
ήταν καθαρά. Το δέρμα της, που πριν θύμιζε λερωμένο πετσί, τώρα είχε και πάλι
ανθρώπινη υφή. Κι όμως! Είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω μου και συνέχιζε καθαρά
να βρίζει. Όμως δεν θα τα παρατούσα. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη σ’ αυτήν και, ταυτόχρονα, ζητούσα από τον Θεό να με καθοδηγήσει σωστά.
Τότε κατάλαβα ότι ο Ίδιος ο Χριστός είχε
συμμετάσχει σ’ εκείνη την πάλη τις προάλλες. Η ευγνωμοσύνη μου δεν χωρούσε στις
λέξεις. Γιατί μπορεί μεν η ανθρώπινη φύση μου –η αδυναμία μου αν θέλετε– να με
καλούσε να την αγνοήσω, αλλά στην πράξη συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο· ήμουν
εδώ, δίπλα της, κρατούσα στα χέρια μου μια απίστευτα βρώμικη γυναίκα και μόνο
το έλεος του Θεού θα μου έδινε τη δύναμη να κάνω κάτι τέτοιο.
Ο Ιησούς γνώριζε καλά ότι ήμουν εγωίστρια,
αδύναμη και πολύ αμαρτωλή. Αλλά με εμπιστεύθηκε, με αντιμετώπισε σαν να ήμουν
πολύτιμη και σημαντική. Με ποιο δικαίωμα θα μπορούσα έτσι απλά να την
προσπεράσω, μόνο και μόνο επειδή βρωμούσε; Μπροστά στα μάτια Του είμαστε
απολύτως ίσες.
Ως εδώ, τα βγάλαμε πέρα. Ποιο ήταν τώρα το
επόμενο βήμα στο σχέδιο του Κυρίου;
[…] Ύστερα από λίγο, πήγε πάλι να
κοιμηθεί, οπότε κι εγώ έπιασα μαλακά τα πόδια της και τα έβαλα στην αγκαλιά
μου. Στο διάστημα αυτό, πρόφτασα να μάθω και μερικές ακόμη φράσεις, όπως «σε
συμπαθώ», «σε αγαπώ», διαπιστώνοντας ότι επρόκειτο για μια προσιτή γλώσσα.
Με το που ξύπνησε, η πρώτη μου κουβέντα
ήταν αυτή: «Σε αγαπώ!». Με κοίταξε σαστισμένη. Καθώς απομακρύνθηκε με
περιφρόνηση, ένιωσα ότι ένα αληθινό θαύμα γινόταν μέσα μου. Την αγαπούσα
πραγματικά και τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα.
Την επομένη μέρα τής έδωσα και τα τρία
πιάτα φαγητό που μου αναλογούσαν. Το βίωσα με ευγνωμοσύνη μέσα μου και με βαθιά
χαρά· ήμουν ενθουσιασμένη που πάλευα να εκπληρώσω την ευθύνη μου έναντι του
Θεού.
Το πρωινό μου το ήθελα, δεν λέω, αλλά
εφόσον αποφάσισα να της το δώσω, ήταν δικό της. Ρουφούσε τη σούπα της και τα
μάτια της άρχισαν να ζωηρεύουν, ανταποκρινόταν. Ήθελα να της φωνάξω δυνατά πόσο
την αγαπούσα, αλλά η φωνή μου είχε βραχνιάσει και δεν μου το επέτρεπε. Κάθισε
ήσυχα, με τα μάτια χαμηλωμένα, και μου έδωσε να καταλάβω ότι εισέπραττε μέσα
της τα αισθήματά μου. Έπειτα, πέρασε έξω από το κελί μας η δεσμοφύλακας,
διαβάζοντας τον κατάλογο των μελλοθανάτων: «Το νούμερο 92, δείχνει μεγάλη αλλαγή
τελευταία!», την άκουσα καθαρά να λέει.
Αμέσως, πήγα στην επικεφαλής και την
παρακάλεσα να της λύσει τα χέρια. Εκείνη δέχτηκε. Κι έτσι, άρχισα πάλι να της
κάνω εντριβές, ενώ και οι δύο κλαίγαμε από χαρά. Ήταν δάκρυα ευγνωμοσύνης για
το Θεό και την απέραντη αγάπη Του. Εκείνη τη στιγμή, δίχως ίχνος υπερβολής,
ένιωθα ότι η καρδιά μου ήταν τόσο καθαρή, όσο ένα μικρό ρυάκι με κρυστάλλινα
νερά στο πιο παρθένο βουνό του κόσμου.
Της χτένισα τα μαλλιά. Αμέσως η όψη της
έγινε πιο χαριτωμένη, ενώ και η φωνή της μου έκανε καλή εντύπωση. Μου αρκούσε
να την κοιτώ. «Έχεις πολύ όμορφη φωνή και πολύ γλυκά μάτια!», της είπα,
βλέποντας την ίδια στιγμή ότι κανείς δεν τολμούσε πια να την κατηγορήσει.
«Ώστε, αυτή είναι η τρελή;», ρώτησε η
δεσμοφύλακας. «Έχει αλλάξει για τα καλά!».
Και πράγματι, έτσι ήταν. Όσο την έβλεπα,
τόσο πιο στέρεα βεβαιωνόμουν για την αγάπη του Χριστού· ένιωθε την παρουσία μου
δίπλα της και η αγάπη του Κυρίου τη συνόδευε κάθε στιγμή.
«Γιατί να συμπαθείς έναν άνθρωπο σαν κι
εμένα;», ψέλλισε απευθυνόμενη σ’ εμένα.
Χάρηκα τόσο πολύ που επιτέλους μιλούσε σαν
άνθρωπος.
«Διότι είμαστε στην ίδια κατάσταση, γι’
αυτό σε συμπαθώ!», της απάντησα. […]
Όταν ξημέρωσε, καθώς την κοιτούσα, έβλεπα
ένα πρόσωπο αξιαγάπητο και ήρεμο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έπεφταν μαλακά
στην πλάτη της, τα χαρακτηριστικά της ενέπνεαν γαλήνη και, προς έκπληξή μου,
έδειχνε ευαίσθητη και ευγενική. Κι όλα αυτά, παρά τις τραγικές συνθήκες της
οικογενειακής της ζωής και την ελάχιστη εκπαίδευση που είχε λάβει.
Τα πρωινά στη φυλακή, κάθε κρατούμενος
δικαιούνταν ένα μικρό κομμάτι χαρτί τουαλέτας. Αλλά επειδή δεν τρώγαμε τίποτε
της προκοπής, είναι ζήτημα αν πηγαίναμε τουαλέτα μια φορά την εβδομάδα! Κι
έτσι, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το μόνο πραγματικά δικό μας κτήμα ήταν αυτά
τα χαρτιά τουαλέτας· τα κρατούσαμε ευλαβικά και η δυστυχισμένη φίλη μας τα
έβαζε στην άκρη και μου τα παρουσίαζε με περηφάνια.
«Είναι το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω!»,
μου έλεγε κάθε τόσο.
Για να την ευχαριστήσω, τα έπαιρνα και τα
μετρούσα ως εξής: «Το πρώτο, είναι η καρδιά σου», της έλεγα, «το δεύτερο, η αγάπη
σου· το τρίτο, ο θησαυρός σου· το τέταρτο, η ομορφιά σου!».
«Είμαι μια κακιά γυναίκα!», πετούσε
ξαφνικά.
«Στα μάτια του Θεού», αντέτεινα εγώ, «όλοι
είμαστε αμαρτωλοί. Κι εσύ κι εγώ, το ίδιο είμαστε!», και της μιλούσα για τον
Ιησού Χριστό και για το πώς σταυρώθηκε για τη δική μας σωτηρία. «Το χειρότερο
πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε, είναι να Τον διώξουμε απ’ τη ζωή μας»,
συνέχισα.
Τα μάτια της έλαμπαν· δείγμα ότι με
καταλάβαινε. Έχοντας αναγνωρίσει το έγκλημα που διέπραξε, η αλήθεια μπορούσε
πια να αγγίξει την καρδιά της. Από τη μέρα εκείνη και στο εξής, της μιλούσα για
την Αγία Γραφή και με άκουγε γεμάτη δέος και σεβασμό.
«Κυρία Αν», με ρώτησε μια μέρα, «ζητείστε
από τον Χριστό να με στείλει στην κόλαση! Θέλω να είμαι κοντά στον άντρα μου,
να του ζητήσω συγνώμη, να υποφέρω μαζί του. Εγώ τον σκότωσα, εγώ τον έστειλα
εκεί. Τώρα, θέλω να τον αγαπήσω, να τον ανακουφίσω. Σας παρακαλώ, ζητείστε Του
αυτή τη χάρη!».
«Σε καταλαβαίνω· όμως ο άντρας σου διάλεξε
ένα ορισμένο μονοπάτι στη ζωή του. Σημασία έχει πού θέλει να ταξιδέψει κανείς.
Όσοι γνωρίζουν και υπακούουν τον Χριστό, θα γνωρίσουν τον Παράδεισο. Οι άλλοι,
κατευθύνονται εκεί που οι ίδιοι θέλησαν.
Ήθελε κι άλλη μια χάρη· ποθούσε να
επισπευθεί η ημέρα της εκτέλεσής της. «Κάθε φορά που τον σκέφτομαι στην κόλαση, τυραννιέμαι. Κι έτσι και δεν με εκτελέσουν, θα πρέπει να σκοτώσω, εγώ η ίδια, τον
εαυτό μου!».
Πώς να το χειριστώ; Ήταν αποφασισμένη. Κι
αυτό με ανησυχούσε. Βάλθηκα να προσεύχομαι και πάλι…
Η μέρα της αναχώρησής της, είχε φτάσει. Τρεις
άνδρες φρουροί, εξοπλισμένοι με χειροπέδες και σκοινιά, φώναξαν το όνομά της κι
εκείνη με χαιρέτησε θερμά, με τα δυο της χέρια στο μέτωπο.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ!», είπε ήρεμα και
θαρρετά. Ύστερα, αποτραβήχτηκε απ’ το κελί κι άπλωσε τα χέρια για να μπουν οι
χειροπέδες. Το σκοινί δεν χρειάστηκε· βάδιζε κανονικά. Μάλιστα, προπορευόταν· αδημονούσε να συναντήσει τον Χριστό.
Άφησα τα δάκρυά μου να τρέξουν ελεύθερα,
να κατακλύσουν το πρόσωπό μου. Χωρίς ίχνος φόβου, μόλις είχε παραμερίσει το
θάνατο και βάδιζε γενναία. Ακριβώς σαν τότε που ο Χριστός τον νίκησε μια και
καλή.
«Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος.
Ποῦ σου, θάνατε, το κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη,
τὸ νῖκος;
Τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία,
ἡ δὲ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος.
Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος
διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»
(Α΄ Κορ. ιε΄ 54–57).
ESTHER AHN KIM
※
[Έστερ Αν
Κίμ: «Κι ας χαθώ
(Μια
αληθινή ιστορία πίστης και διωγμού)»,
κεφ. 24ο
(«Μια τρελή στο κελί μας»),
σελ.
184–190, 193–194,
μετάφραση:
Θάνος Β. Κιοσόγλου,
εκδόσεις:
«Ἐν Πλῷ», Ιούνιος 20142·
τίτλος πρωτοτύπου: Esther Ahn Kim: «If I Perish…».]
※