Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στέλλα Μιτσακίδου


     Με τη Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στη Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι τη διέταζαν κι αυτή υπάκουε άμεσα και με χαμόγελο. «Στέλλα, εδώ!...», «Στέλλα, εκεί!...». Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της. Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το, «Δόξα σοι, ο Θεός!».

     Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μάς ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και, έτσι, μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλοσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την Ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε. «Δόξα σοι, ο Θεός!» άκουγες συχνά από το στόμα της. Η Σοκολατοποιΐα αυτή έκανε διάφορα είδη σοκολατάκια. Τα δεύτερης κατηγορίας τα εξήγαγε σε χώρες της Αφρικής. Αυτό στενοχωρούσε τη Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε, που εργαζόμασταν στη συσκευασία μαζί, θυμάμαι τη Στέλλα πάνω από τα κουτιά συγκεντρωμένη να εύχεται «για τα αραπάκια που θα έτρωγαν τα σοκολατάκια». Σε οποιαδήποτε αδικία που συνέβαινε στο χώρο της εργασίας –μας «τρώγανε» μεροκάματα!– δεν απαντούσε, δεν κατέκρινε, δεν αντιδρούσε. Εκείνη την περίοδο η Στέλλα ήταν για μένα ένα λιμανάκι θαλπωρής, εγώ αντιδρούσα σε κάθε αδικία. Εκείνη στα σχόλιά μου απαντούσε μ’ ένα γέλιο, με μια λέξη: «Αα, Μηλίτσα!...». Δεν τη θυμάμαι ποτέ να έβαλε ένα σοκολατάκι στο στόμα της (υπενθυμίζω ότι εργαζόμασταν σε εργοστάσιο Σοκολατοποιΐας!). Αν και οι πιο πολλοί εργαζόμενοι τη θεωρούσαν «χαζή», εντούτοις τη σέβονταν και διερωτώντο πώς κατόρθωνε να εργάζεται τόσο αποτελεσματικά. Η Στέλλα δεν συμμετείχε σε συζητήσεις που κάναμε· ήταν μαζί μας, αλλά συγχρόνως μακριά από σχόλια, μακριά από περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, όταν τη ρωτούσαν να πει τη γνώμη της, έκανε την παλαβή. Το είχα προσέξει ότι το έκανε επίτηδες. Για όλα τα του κόσμου ήταν τρελή, παλαβή· όταν, όμως, της ζητούσες βοήθεια στην εργασία, τα χεράκια της κινιόντουσαν με στοργή να βοηθήσουν, ει δυνατόν και να δουλέψουν για σένα!

     Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γνωριστήκαμε. Τη σεβόμουν τόσο, που ποτέ δεν τη ρώτησα για την προσωπική της ζωή. Από μόνη της μου είπε ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι, όλοι όσοι τη γνώριζαν, τη χαρακτήριζαν λίαν επιεικώς «τρελή», ενώ εγώ ένιωθα ότι κάνουν λάθος! Η αλήθεια είναι ότι πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η Στελλίτσα ήθελε να τη θεωρούν «τρελή»! Κάποιες φορές, τύχαινε να είμαστε οι δυο μας και να μιλάμε φυσιολογικά και, όταν πλησίαζε κάποιος, άρχιζε κι έλεγε άλλα αντί άλλων. Εμένα μου δημιουργούσε αίσθημα γαλήνης και με άφηναν αδιάφορη οι κρίσεις των άλλων.

     Στο εργοστάσιο αυτό της Σοκολατοποιΐας εργάσθηκα για λίγο χρονικό διάστημα. Τη Στελλίτσα τη συναντούσα συχνά στους δρόμους και πάντα είχε στην καρδιά της και στα χείλη της την Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!». Συνήθιζε να τη λέει εκφώνως, αλλά πολύ σιγά. Που και που ερχόταν στο σπίτι μου. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.

     Τα χρόνια πέρασαν, την έχασα, μα πάντα τη θυμόμουν με μια γλυκιά ανάμνηση και με νοσταλγία. Μετά, παντρεμένη πια, θα τη συναντούσα στην ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας), στο Ακραίφνιο. Είχαμε πάει με τον άνδρα μου και θα διανυκτερεύαμε στη Μονή για την πρωϊνή θεία Λειτουργία. Οι μοναχές, με πολλή στοργή και ευγένεια, μου ζήτησαν συγγνώμη, επειδή λόγω των οικοδομικών εργασιών δεν είχαν χώρο να με φιλοξενήσουν και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστώ το κελί, όπου φιλοξενούνταν «μια ιδιόρρυθμη γυναίκα». Δέχθηκα. Με οδήγησαν στο κελί, όπου με κατάπληξη διαπίστωσα ότι «η ιδιόρρυθμη γυναίκα» ήταν η στοργική μου Στελλίτσα, που είχα χρόνια να την ιδώ! Η χαρά μου δεν περιγράφεται! Μείναμε αγκαλιασμένες γι’ αρκετή ώρα και, ξαφνικά, ακούω τις αδελφές να φωνάζουν: «Ελάτε, Γερόντισσα, να δείτε τη Στελλίτσα με τη Μηλίτσα αγκαλιά!». Όλοι χαρήκαμε. Εκείνο το βράδυ η Στελλίτσα έκανε σαν παιδάκι από την χαρά της. Χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, σταυροκοπιόταν...
     –Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα που παντρεύτηκες. Ξέρεις, πολύ προσευχήθηκα για να παντρευτείς. Χαίρομαι, χαίρομαι! Στενοχωριέμαι που υποφέρεις από τα ποδαράκια σου. Ξέρω έχεις πρόβλημα. Υπομονή, προσευχή! (Υπ’ όψιν, ότι η Στελλίτσα δεν γνώριζε ότι μου είχε εμφανισθεί ένα χρόνιο επώδυνο πρόβλημα υγείας στα πόδια μου). Ο άνδρας σου θ’ αλλάξει χώρο, μην ανησυχείς, θα είναι καλύτερα. (Πράγματι, ο άνδρας μου, τελείως ξαφνικά, αναγκάσθηκε να μεταφέρει σε άλλο χώρο το κτηνιατρείο του).

     Εκείνο το βράδυ ειπώθηκαν πολλά. Την άλλη μέρα και, ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ό,τι είχα αντιληφθεί γι’ αυτήν, ότι επρόκειτο για μια αγία ψυχή. Την επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινείς. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πει τίποτε. Κι όμως το ήξερε!...

     Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πει: «Δεν αντέχω την τιμή που μου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δεις· τελευταία, μ’ έβαλε να φάω μαζί τους, με τις αγίες ψυχές! Ποιά είμαι εγώ;… Πω, πω, πω, Μηλίτσα!...».

     Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μάς τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω πραγματικά να τη δω, δεν πρέπει να μιλώ γι’ αυτήν.

     Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη. Από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθεί με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία τα μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε. Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνει στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού. Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι, επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε· και όταν της μιλούσε, δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώει αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη μ’ ένα αδιάκοπο «Σ’ ευχαριστώ!... Σ’ ευχαριστώ!...».

     Πολλές φορές, το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνει αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή! Σιγά-σιγά, αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στη δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.

     Κάποια φορά, ενώ τη σκεφτόμουν με συμπόνια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους», ξαφνικά, με κοιτάζει και μου λέει: «Μη στενοχωριέσαι! Θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη. Ξέρεις, εκεί στα παγκάκια, ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράφτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μέγα Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα! Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό τη σκέπη της Παναγίας μας…».

     Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των ιατρείων του Δήμου. Την είδαν εκεί οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση, λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει σε εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή: –«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ! Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να, μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα ιατρεία, που λούστηκα, είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με!». Διοικητής: –«Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστείς, να προσέξεις να μη σε δουν. Άντε στο καλό!». Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.

     Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε ότι προσποιούταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε πάλι τα «παλαβά» της.

     Πολλά πρωινά, πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6:30 με 7:00 π.μ.), την συναντούσα να βγαίνει από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και, στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθεί στο σπίτι μας, μου ομολόγησε: αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα: την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο, κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής: Μια φορά, της Αγίας Παρασκευής, πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο (Βλάχο), τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατεί με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάει τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο Μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε. Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθει και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.

     Κάποτε, είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά, ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν κι ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα, «στον κόσμο της»: ψιθύριζε την Ευχή και, συγχρόνως, πολύ χαμηλόφωνα, έλεγε τι συμβαίνει μ’ αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα ή τους χαμογελούσε. Πάντα, όμως, συγκεντρωμένη στην Ευχή. Οι πιο πολλοί τη θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε κι η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν!

     Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου, και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωί βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο. Ξαφνικά, γύρω στο μεσημέρι, ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρ’ το! Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ…». Τα έχασα! Στην ερώτηση, «ποιός της είπε να μου το φέρει», στην αρχή ψέλλισε: «Η Παναγία!», μετά όμως άρχισε τα δυσνόητα και τα «παλαβά» της. Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το Μοναστήρι και παρίστανε το Γενέθλιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνει λίγο κοντά μου να ξεκουραστεί, να πιει κάτι, να δροσιστεί, κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθει· Κανείς, κανείς!». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ, θέλω να το μάθω! Θέλω να μάθω το φευγιό σου!». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό, σταμάτησε να μιλάει για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά, με κοιτάζει μ’ ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθεις, θα το μάθεις!...».

     Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίσει τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθεί να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από τη βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνει το: «Ζη Κύριος ο Θεός!». Εν όψει αυτού του προβλήματος λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα (Μαντά), να της παραχωρήσει ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάιο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγει από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.

     Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθεί και πάλι. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα, η Χρυσούλα και εγώ, για να μάθουμε για τη Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρείτε!...». Εμείς, όμως, πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.

     Μετά το Πάσχα του 2006, ένα βράδυ, πολύ αργά, και ενώ η οικογένειά μου είχε αποκοιμηθεί, ξάπλωσα κι εγώ και αποκοιμήθηκα αμέσως, πράγμα παράδοξο για μένα, και ξύπνησα αμέσως (αυτό το διαπίστωσα βλέποντας το ξυπνητήρι) έπειτα από ένα δυνατό όνειρο: Είδα τη Στελλίτσα κάτω από ένα ωραίο δένδρο, όρθια, να ακουμπάει ελαφρά στον κορμό του, σε νεανική ηλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη, και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απέραντη θαλπωρή. Ένιωσα την ψυχή μου να βγάζει μια ουρανομήκη κραυγή, που αισθανόμουν να μου ξεσχίζει το στέρνο: «Στελλίτσα μου!... Στελλίτσα μου!... Στελλίτσα μου!...». Κι έτρεξα να την αγκαλιάσω, προτείνοντας τα χέρια μου, αλλά όταν έφτασα στο δένδρο εξαφανίστηκε και στη θέση της έκαιγε μια ολόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, που έχυνε γύρω ένα υπέροχο φως και η φλόγα της ανέβαινε ολόισια στον ουρανό. Αμέσως βλέπω κάτω στο χώμα, δίπλα στη λαμπάδα, ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε ένα εξαιρετικά κακοποιημένο σώμα σαν από τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα. Ένα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε το είναι μου: «Η Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη από αμφιθυμία αισθημάτων: χαρά μεγάλη από την παρουσία της Στέλλας και το φως της λαμπάδας, αλλά και φόβο από την φωτογραφία εκείνης της εφημερίδας. Ήθελα να ξυπνήσω τον Δημήτρη, τον άνδρα μου, να του πω για τη Στέλλα, «το σπουργιτάκι», όπως τη λέγαμε, όχι μόνον επειδή ζούσε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», αλλά και επειδή το βάδισμά της θύμιζε όντως σπουργίτι. Κάτι δυνατό, όμως, με απέτρεψε να τον ξυπνήσω. Την επομένη, τηλεφώνησα στη Γερόντισσα και στη Χρυσούλα και τους είπα το όνειρο. Και οι δυο μού συνέστησαν να ψάξουμε για τη Στέλλα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεία...

     Η φίλη μου η Χρυσούλα έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου του 2005 και ώρα 6:10 μ.μ., κοντά στο σπίτι της, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό μια γυναίκα αγνώστων στοιχείων. – Τα πουλιά δεν έχουν όνομα! Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Στελλίτσα. Ενώ διέσχιζε τον δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο με οδηγό έναν αξιωματικό του Στρατού, ο οποίος έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Τη συνέθλιψε. Μόνο το προσωπάκι της ήταν ευδιάκριτο, όπως έδειξαν και οι φωτογραφίες της Τροχαίας. Η Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τις 18 Ιουνίου του 2005 στο Νοσοκομείο «Ασκληπιείον» και μετά το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Νεκροτομείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι τις 20 Ιουλίου του 2005, οπότε και δόθηκε για ενταφιασμό. Το γραφείο που την ενταφίασε, μας πληροφόρησε ότι Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν εψάλη παρά μόνο ένα Τρισάγιο επί του τάφου.

     Πρέπει να τονισθεί ότι, όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με την ανεύρεσή της, στην προσευχή μας της μιλούσαμε και της λέγαμε: «Εάν μας ακούς, εάν έχεις παρρησία στον Θεό, οδήγησέ μας, βοήθησέ μας!...». Και, πράγματι, μας βοήθησε και φθάσαμε μέχρι τον χορταριασμένο «ανύπαρκτο» τάφο της, στην ανατολική άκρη του Νεκροταφείου του Ζωγράφου, με το νούμερο 8915.

     Την ημέρα της Αποδόσεως της εορτής του Πάσχα, ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, εψάλη η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Στέλλας, στον ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου συνήθιζε να εκκλησιάζεται κατά την Πασχάλιο Περίοδο. Ο εκεί ιερέας είπε για τη Στέλλα: «Έκανε τα παλαβά της, αλλά έλεγε σωστά πράγματα και πάντα ερχόταν γεμάτη τρόφιμα για τους πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα για τη θεία Λειτουργία... Μάλιστα, έχει παραγγείλει να αγιογραφηθεί η Αγία Μαρίνα στον Ναό μας...». Στις 3 Ιουνίου του 2006 έγινε το ετήσιο μνημόσυνό της, χοροστατούντος του λίαν προσφιλούς της επισκόπου, π. Ιεροθέου, στο Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ( Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο.

     Σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις μού είπε: «Νιώθω γεμάτη από αυτή τη ζωή. Όλα μου τα έχει δώσει ο Κύριος. Μόνο μια επιθυμία μου δεν έχει εκπληρωθεί: ήθελα να βαπτίσω δύο παιδάκια, που να τους έδινα το όνομα του Αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας μας, αλλά κανείς δε με θέλησε για κουμπάρα!...». Όταν της πρότεινα ότι θα προσπαθήσω να βαπτίσω εγώ τα δύο παιδάκια στη θέση της και, μάλιστα, όταν μεγαλώσουν θα τους μιλήσω για την «πραγματική νονά τους», καταχάρηκε και αναφώνησε: «Τώρα ησύχασα! Είμαι έτοιμη να φύγω!...».

ΜΗΛΙΤΣΑ ΠΙΣΙΜΙΣΗ-ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Νομικός
Υπάλληλος Υπουργείου Εργασίας


[ (1) Από τον ιστότοπο
της Ιεράς Μητροπόλεως
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
www.parembasis.gr
(ανάρτηση της 21ης Ιανουαρίου 2015)
με εκτενή βιογραφήματα.
(2) Ίκαρου Πετρίδη:
«Εμπαίζοντες
“Ημείς μωροί διά Χριστόν”»·
Σειρά: «Αγιολογία Α΄»,
Μέρος Β΄, κεφ. 40ο,
σελ. 199–203,
Έκδοση «Μορφή Εκδοθήτω»·
Αθήνα, Μάρτιος 2008.
(3) Ο τίτλος από το Περιοδικό
«Εκκλησιαστική Παρέμβαση»
(Τεύχος 122, Ιούνιος 2006)
με το σχετικό άρθρο–μαρτυρία
της φίλης της Στέλλας,
κ. Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου.
(4) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός. ]






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου