Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΝ
ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ



     Ο Ζακχαίος ζητούσε διακαώς να δει τον Χριστό. Μέσα στην καρδιά του συντηρούσε μεγάλους και ιερούς πόθους για τον Κύριο. Δεν ήταν περίεργος· ήταν θεοδιψιακός, έπασχε μέσα του για τη γνώση του Θεού. Παρά τις μεγάλες «αρχιτελωνικές» αμαρτίες του, παρά την άνεση και την ευμάρεια που του χάριζε ο αθέμιτος πλούτος του, ωστόσο, μέσα του έλιωνε από την ιερή επιθυμία να αντικρίσει τη Ζωή, να απαλλαχθεί με τη θεία συγνώμη από το άχθος και τη ντροπή του αμαυρωμένου βίου του. Τον άρπαγα τον άνθρωπο, τον κλέπτη, τον πονηρό και τον επιτήδειο, πολλοί τον κολακεύουν, όλοι τον αποφεύγουν και τον λυπούνται, όλοι επίσης τον απορρίπτουν, τον επικρίνουν και τον καταδικάζουν, κανείς δεν τον εμπιστεύεται και κανείς δεν τον σέβεται, άπαντες προτιμούν, κι ας μη το λένε ποτέ, να μη τον έχουν καν για φίλο. Αυτό ζούσε ο Ζακχαίος. Η ευτυχία του ήταν μια εξωτερική και επιδερμική κατάσταση, μια παρωδία ευτυχίας. Ήξερε πολύ ποιος είναι, τι είναι, πώς είναι και γιατί είναι όπως είναι, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από μας.

     Συν τοις άλλοις, είχε και το προσωπικό πρόβλημα της κορμοστασιάς του: «τη ηλικία μικρός ην». Άνθρωπος κοντός, του έλλειπε φοβερά το ύψος, η υψηλή και χορτάτη θέα, το αγέρωχο της παρουσίας, η δύναμη του αναστήματος, το να έχει σύμμαχο το κορμί για να αγρεύει εντυπώσεις, να γίνεται αποδεκτός, περιζήτητος, να επιβάλλεται, να κυριαρχεί, να γίνεται οδηγός. Τελείως κοντός εξωτερικά και τελείως μειονεκτικός εσωτερικά. Όμως τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν τον αποθαρρύνει και δεν τον αποκαρδιώνει.

     Ζητάει από τα βάθη του εαυτού του –αυτού του πρώτου αντίπαλου, κατήγορου και κριτή του– να δει τον Ιησού. Κυριαρχούν μέσα του οι ιερές επιθυμίες με τις ακατάβλητες αξιώσεις τους. Βάζει μπροστά και πάνω απ’ όλα τη δίψα και τη λαχτάρα του για τον Θεό. Μηδενίζει τα πάντα, δεν τον νοιάζει τίποτα, δεν επηρεάζεται από κανέναν, σταματάει να επικεντρώνεται δίχως νόημα στις πολλές του αμαρτίες, στην κατάντια του, στο μεγάλο του ξεπεσμό. Αδίκησε τόσους, άλλος να ήταν στη θέση του θα ντρεπότανε να κάνει βήμα. Η μνήμη και η θύμηση των πολλών του αμαρτιών σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν ένας τοίχος, ένα φρένο, ένα ανάχωμα, ένα εμπόδιο. Ηθικιστικές ενοχικές ερινύες παντού: «Πού πάς αμαρτωλέ; Πώς και γιατί πας; Δεν βλέπεις τα χάλια σου;». Ως συνήθως, έτσι πέφτει θόλωμα στο μυστήριο και το θαύμα. Κι όμως αυτός τα παραβλέπει όλα και πάει ακάθεκτος να συναντήσει τον Χριστό.

     Έτσι με νωπά τα χάλια του, με πλήρη συναίσθηση των ερειπίων του, με την αμαρτία του στη ρημαγμένη του ψυχή σε πρωτόγνωρη συντριβή. Ζει τώρα αλλιώς: όχι πώς να αρπάξει, αλλά πώς να αρπαχθεί από τον Χριστό. Ζει με μια θεία τόλμη, με μια επαινετή θρασύτητα και με μια άριστη απληστία: ή ο Χριστός ή τίποτα! Είμαι ένα τίποτα, το ξέρω, το αισθάνομαι, το νιώθω, μου το λένε κι άλλοι. Κι αν δεν μου το λένε, μου το λέει το άηχο και άγραφο μήνυμα της συμπεριφοράς τους. Είμαι ένα ξεφτιλισμένο και κραυγαλέο τίποτα. Όμως, γι’ αυτό πάω στον Χριστό, γι’ αυτό αξίζει να πάω πιο πολύ στον Χριστό, επειδή αισθάνθηκα τον εαυτό μου ένα τίποτα από τις πολλές και ψυχοφθόρες αμαρτίες μου. Ο Χριστός είναι το Παν και, επειδή είναι το Παν, Αυτός σίγουρα θα είναι και για μένα η συγχώρεση, η λύτρωση, η αποκατάστασή μου, η ζωή που δεν έχω, η νέα αρχή μιας ζωής που δεν μ’ άφησαν ποτέ οι αμαρτίες μου εκεί στο τελωνείο να ζήσω.

     Ο Ζακχαίος κάνει σιωπηλά τις πιο ωραίες υπερβάσεις που καταγράφτηκαν ποτέ στην ιερή ιστορία. Αφήνει κάθε ψυχική αγκύλωση και κάθε σωματική αναπηρία. Εγκαταλείπει την ποταπότητά του για να λάβει το ύψος που γύρευε και δεν εύρισκε. Αφήνει τον δρόμο, τη σκόνη, τον κουρνιαχτό, τα ποδοπατήματα, τα σπρωξίματα, τον συνωστισμό του απρόσωπου πλήθους, κάθε πεπατημένη και απρόσφορη οδό, και πάει και ανεβαίνει πάνω σε μια συκομορέα, σε μια συκαμινιά. Πορεύεται προς το ύψος, ποθώντας να δει και να γευθεί τα όντως υψηλά.

     Ανάμεσα στα κλαδιά και τα φυλλώματα, σε λίγο Τον αντικρίζει. Οι ματιές τους συναντιούνται. Δεν είναι δα και λίγο να βλέπεις την Αγάπη, τα μάτια της Αγάπης. Δεν είναι και λίγο να βλέπεις την Αυτοαγάπη να σε βλέπει· να βλέπει το είναι σου, την καρδιά σου, τον αγώνα και την αγωνία σου, όλες σου τις λαχτάρες και τους πόθους, τις ταπεινές σου προσπάθειες, την ολιγότητά σου, τη φρικτή σου αμαρτωλότητα, την ποικιλόμορφη πτωτικότητά σου. Τον βλέπει καλά και, μόνο που Τον βλέπει, σκιρτά μέσα του κάθε καλή και δεξιά αλλοίωση. Και μόνο που Τον βλέπει, όλος εκείνος ο σκοτεινός, ο αδυσώπητος, ο απελπισμένος κόσμος των παθών καταρρέει με πάταγο. Έτσι γίνεται πάντα, αδελφοί μου. Αυτή είναι η σειρά των τερπνών, των όμορφων αλλοιώσεων: μόλις η ψυχή αντικρίσει τον Κύριο, αλλοιώνεται, αλλάζει, μεταστοιχειώνεται, αναπτερώνεται, μεταρσιώνεται, σκιρτά από χαρά για τη Χάρη που έλαβε και δεν ξέρει πως.


       Και ο Χριστός βλέπει αυτόν που πάντα έβλεπε σαν Παντεπόπτης και Καρδιογνώστης. Άφησε τον Ζακχαίο ελεύθερο και μόνο. Αυτόν μαζί με τον εαυτό του. Αυτόν απέναντι στα χάλια του. Αυτόν αντάμα με τις αδικίες του. Αυτόν μέσα σε όλη την οδύνη της κατάστασής του. Τον άφησε εκεί στην τροχιά της ευθύνης του έναντι στη ψυχή του, έναντι στους συνανθρώπους που χάλασε και αδίκησε και ρήμαξε, έναντι στον Θεό που τον περιμένει, ανεξάρτητα με το τι και πόσα επικριτικά και αποδοκιμαστικά θα λένε γι’ αυτόν. Η θεία Αγάπη ποτέ δεν έχει σχέση με την κρίση των ανθρώπων. Τον άφησε λοιπόν μόνο με την προαίρεσή του, με τη δίψα του για επιστροφή, για μετάνοια, για τη μεγάλη αλλαγή.

     Αυτές είναι οι καταστάσεις που πρέπει οπωσδήποτε να περάσουμε κι εμείς, μαζί με τον Ζακχαίο: να δούμε, αλλά και να αψηφήσουμε την ελεεινότητά μας, την ανημποριά μας, την αδυνατότητά μας, την αδυναμία μας, τις αυτοεκτιμήσεις μας, τη λογική μας, τις προφάσεις και τις δικαιολογίες μας και να τρέξουμε σαν διψασμένα ελάφια να δούμε και να βρούμε Ποιος επιτέλους είναι ο Χριστός. Να αφήσουμε την αδιαφορία, την ανεμελιά, τη ραστώνη της απιστίας, το ανυποχώρητο θέλημά μας, τη βλοσυρή και καχεκτική αντιμετώπιση των πραγμάτων, τη δήθεν αλάνθαστη και κατά πάντα ανυποχώρητη γνώμη μας και να γεμίσουμε την καρδιά μας με θείους πόθους.

     Και, μαζί με τους θείους πόθους, να πάμε κι εμείς να βρούμε μια συκομορέα. Είναι μεγάλη ανάγκη, έχοντας μέσα μας τη συντριβή της καρδιάς, να τολμήσουμε να ανεβούμε και να μεταρσιωθούμε. Να αφήσουμε τη χοϊκότητα, τη χωματίλα, τη λασπουριά των παθών, των προλήψεων, των ιδεών και των θελημάτων μας και να περιμένουμε, με την υπομονή της θείας αγάπης, να περάσει ο Χριστός, η θεία Αγάπη. Να Τον δούμε και να μας δει. Αυτός πάντοτε μας βλέπει. Το θέμα είναι η ματιά μας να συναντήσει τη δική Του ματιά. Η συκομορέα, το μικρό και χαμηλό δενδρύλλιο της προαίρεσης, του αγώνα και της προσπάθειάς μας, είναι αυτή η ίδια η θεία Χάρη που είναι πάντα κρυμμένη πίσω από αυτά, θα μας μετατοπίσει σε άλλο επίπεδο.

     Και η χάρη θέλει χάρη. Η αγάπη θέλει να έχεις αγάπη για να τη βρεις. Πρέπει να γνωρίσουμε τον Θεό και ταυτόχρονα να γίνουμε γνωστοί σ’ Αυτόν με τις συγκινητικές υπερβάσεις που μας δείχνει ξεκάθαρα σήμερα ο Ζακχαίος. Η πραγματική αναπηρία είναι όταν δεν είσαι άνθρωπος υπερβατικός, όταν δεν πάσχεις και δεν ζητάς συνεχώς τον Θεό και είσαι γεμάτος αιχμηρές αθεότητες, μικροπρέπειες, ανταρσίες και αναλήθειες. Με τους θείους πόθους ανοίγονται πάντα τα μυστήρια του Θεού στη διψασμένη καρδιά. Και, προσέξτε: ο Θεός παρουσιάζεται μπροστά μας σαν περαστικός και σαν διαβάτης. Βέβαια, ο δικός Του πόθος και ο δικός Του προορισμός είναι να έρθει να φιλοξενηθεί στη καρδιά μας. Δεν μας το λέει όμως ποτέ αυτό, για να μη χαλάσει την ελευθερία μας, για να μην επηρεάσει την κρίση μας, για να μη μας αλλάξει με το ζόρι και με το στανιό.   


     Ο Χριστός κοιτάζει τον Ζακχαίο και, μετά τη ζωηφόρο ματιά, έρχεται το θεανδρικό και ζωογόνο λάλημά Του: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα! Σήμερα θα έρθω να μείνω στο σπίτι σου!». «Κατέβα! Φτάνει πια ο αγώνας και η αγωνία σου, παιδί μου. Σε είδα, σε κατάλαβα, σε γνώρισα, Εγώ, που σε γνωρίζω πάντα! Όλες σου οι προσπάθειες και οι διαθέσεις σου και οι ενέργειές σου, Εμένα φωνάζουν! Έρχομαι, λοιπόν. Και, μάλιστα, έρχομαι γρήγορα. Εκεί που δεν το περίμενες και δεν το φανταζόσουν. Έρχομαι στην οικία σου, στο σπίτι σου το χωματένιο και το φθαρτό. Έρχομαι και στο άφθαρτο σπίτι της καρδιάς σου και του είναι σου»…

     Ακολουθεί μια ανεκδιήγητη φιλοξενία –Θεοξενία καλύτερα–, που γίνεται μέσα στην χαρά του Ουρανού. Ο Φιλοξενούμενος φέρνει τα πάνω-κάτω στη ψυχή του φιλοξενητή Ζακχαίου. «Τα μισά από τα υπάρχοντά μου τα δίνω στους φτωχούς και όσους συκοφάντησα τους δίνω τα τετραπλάσια». Η σωτηρία ήρθε, η σωτηρία έρχεται, η σωτηρία δεν φεύγει, όσο ο Χριστός ανοίγει τις πύλες της καρδιάς μας και μένει εκεί, μόνο εκεί, σβήνοντας κάθε παλιό, κάθε παλαιότητα, κάθε αμαρτία, κάθε ρύπο, κάθε λάσπη, κάθε σκιά, κάθε τραύμα, λύπη, πόνο και ανημποριά. Με τον Χριστό στην καρδιά, φεύγει η αδικία μας, η πονηρία μας, το μένος μας, η αναλγησία, η σκληρότητά μας, η δυστροπία μας, η βαναυσότητά μας, η αγένεια, η προπέτεια του είναι μας. Γίνεται μια θαυμαστή αποκατάσταση. Ζητάμε συνεχώς το δίκαιο, το ευλογημένο. Ζητάμε να χαρίζουμε πίσω με όλη μας τη ψυχή αυτό που αρπάζαμε ή χαλούσαμε από τους άλλους τόσο καιρό, από τις σχέσεις μας και από τις καρδιές των ανθρώπων μας με τον οποιονδήποτε τρόπο. Ξοφλάμε και καθαριζόμαστε με τον ιδιαίτερο τρόπο της Χάριτος· δίνουμε τα πάντα, γιατί πρώτα εμείς δινόμαστε ολοκληρωτικά σε κάθε αγαθότητα και καλοεργία στο όνομα της αγάπης του Χριστού που γνωρίσαμε έκπληκτοι.

     Ο άγιος Ζακχαίος άφησε το τελωνειακό έργο του και πορεύθηκε με πόθο Θεού, με συντριβή, με μετάνοια να συναντήσει τον Σωτήρα Χριστό. Αξιώθηκε να Τον φιλοξενήσει στην οικία του, παρά τις ενστάσεις των γογγυστών και φθονερών ανθρώπων, των δήθεν ευυπόληπτων και νομοταγών, που διαμαρτυρήθηκαν που τον επισκέφθηκε ο Χριστός. Αυτούς τους απάντησε ο Ίδιος ο Κύριος: «Σήμερα ήρθε η σωτηρία σ’ αυτό το σπίτι». Ο Ζακχαίος μετά από αυτή τη συνάντηση και φιλοξενία, έπαυσε μια για πάντα να αδικεί. Ακολούθησε τον Χριστό, έγινε συνέκδημος και βοηθός στις αποστολικές περιοδείες του Αποστόλου Πέτρου και αργότερα έγινε επίσκοπος Καισαρείας. Η πρεσβεία του να σκεπάζει όλους και το παράδειγμά του να αποτελεί για μας έμπνευση για το πώς να ζητάμε συνεχώς να δούμε και να συναντήσουμε τον Χριστό στη ζωή μας.

π. Δαμιανός






Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου