Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΙΟΥΣΤΙΝΗ

Ο ΒΙΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
ΚΑΙ ΑΓΙΑΣ ΙΟΥΣΤΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
–Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου–


     Ο άγιος Κυπριανός καταγόταν από την Καρχηδόνα ή την Καρθαγένη της Λιβύης, αλλά έζησε στην Αντιόχεια της Συρίας στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου κατά το έτος 250. Ήταν από αρχοντική γενιά, πλούσιος και, επιπλέον, φιλόσοφος και άριστος στην τέχνη της μαγείας. Ελκύστηκε όμως στην πίστη του Χριστού με τον εξής τρόπο:

     Ένας ειδωλολάτρης, Αγλαΐδας λεγόμενος, αγάπησε μια νέα κόρη, Χριστιανή στην πίστη, που καταγόταν από την Αντιόχεια και που λεγόταν Ιούστα. Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να πετύχει το λάγνο του σχέδιο που ήθελε με αυτήν, τι κάνει; Πήγε στον Κυπριανό, παρακαλώντάς τον με τη δική του μαγική συνεργασία να πετύχει τον πονηρό του σκοπό.

     Ο Κυπριανός, αφού ανέγνωσε τα μαγικά του βιβλία, έστειλε πολλές φορές διάφορους δαίμονες για να εξαπατήσουν τη νέα και να την ελκύσουν με μαγικό τρόπο προς τον σατανικό έρωτα του Αγλαΐδα. Έπειτα της έστειλε και τον ίδιο τον άρχοντα των δαιμονίων, αλλά τίποτε δεν κατόρθωσε.


     Από αυτό το γεγονός, ως συνετός που ήταν ο Κυπριανός, γνώρισε και κατάλαβε την ακαταμάχητη δύναμη του Χριστού, με την οποία καταντρόπιασε η νεαρή κόρη τους δαίμονες και τους έστειλε πίσω άπρακτους προς αυτόν που τους έστειλε. Αποστρέφεται την πλάνη και πιστεύει στον Χριστό και, για να βεβαιώσει περισσότερο τον επίσκοπο Άνθιμο, που επρόκειτο να τον βαπτίσει, ότι όντως είναι σταθερός και ακλόνητος στην πίστη, φέρνει αμέσως όλα τα μαγικά του βιβλία και συγγράμματα και τα καίει μπροστά στον επίσκοπο και, έτσι, γίνεται πρόβατο της λογικής ποίμνης του Χριστού με το άγιο Βάπτισμα.

     Χειροτονείται σταδιακά Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος· τελευταία δε, χειροτονείται και Επίσκοπος Καρχηδόνας. Και την προαναφερθείσα νεαρή κόρη Ιούστα, την μετονομάζει σε Ιουστίνα, χειροτονώντας την Διακόνισσα και κάνοντάς την επίσης Μητέρα και Ηγουμένη σε ασκήτριες που βρίσκονταν εκεί.

     Αφού ο άγιος Κυπριανός αύξησε το ποίμνιό του με τη δύναμη των λόγων του και με τον ενάρετο και θεοφιλή βίο του, αφού γέμισε όλο το μέρος της Ανατολής και Δύσης με θεογνωσία, στο τέλος συκοφαντείται στον αυτοκράτορα Δέκιο. Παρουσιάζεται ατρόμητος μπροστά του και, αφού φάνηκε ανώτερος από κάθε κολακεία και απειλή, εξορίστηκε. Αλλά, επειδή ακόμη και από την εξορία του δεν έπαυε να φροντίζει και να στηρίζει συνεχώς με επιστολές το ποίμνιό του, έχοντας μέσα του σφοδρή την επιθυμία να εξαλείψει όλη την πλάνη της ειδωλολατρίας, για όλα αυτά, συλλαμβάνεται από τον κόμητα της Ανατολής, τον Ευτόλμιο, και φυλακίζεται μαζί με την αγία Ιουστίνα.


     Κατόπιν, δικάζονται αμφότεροι στη Δαμασκό. Και, αφού ομολόγησαν οι δυο τους με θάρρος τον Χριστό, ο μεν Κυπριανός κρεμάσθηκε και καταξεσχίσθηκε, η δε Ιουστίνα δάρθηκε ανελέητα στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, τοποθετούνται σ’ ένα αναμμένο τηγάνι, μέσα από το οποίο παρέμειναν, με τη δύναμη του Χριστού, τελείως αβλαβείς. Βλέποντας αυτό ένας συγκάθεδρος του κόμητα, ονόματι Αθανάσιος, αποθρασύνθηκε και θέλοντας να δείξει τους ψευδώνυμους θεούς του ανώτερους και καλύτερους από τον Χριστό, επικαλούμενος ανόητα τον Δία και τον Ασκληπιό, έτρεξε και πήδησε μέσα στο τηγάνι. Αλλά αμέσως, ο μάταιος, κατακάηκε από τη φωτιά.


     Βρισκόμενος τότε σε δυσκολία ο κόμης και μη ξέροντας τι άλλο να κάνει, στέλνει τους Αγίους στη Νικομήδεια, στον τότε αυτοκράτορα Κλαύδιο, που βασίλευε το έτος 268. Αυτός, μαθαίνοντας για τη σταθερή και αμετακίνητη γνώμη των Αγίων, έκοψε τις κεφαλές τους και έτσι έλαβαν οι τρισμακάριοι τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου. Τα λείψανά τους τα πήραν μαζί τους κάποιοι Χριστιανοί και τα μετέφεραν στη Ρώμη, κομίζοντας μαζί με αυτά και τα έγγραφα μαρτύρια των Αγίων. Αποθησαύρισαν τα μαρτυρικά τους λείψανα πάνω στον πιο περίφημο λόφο της πόλης της Ρώμης, από όπου αυτά ενεργούσαν άφθονες θεραπείες σε όσους προσέτρεχαν σ’ αυτούς με πίστη.

Με τις δικές τους άγιες πρεσβείες,
Εσύ Χριστέ, που είσαι ο Θεός μας,
ελέησε και σώσε μας.


—ΕΥΧΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ—

     Σημείωσις· χρείας γενομένης, ἀνάπτομεν κηρίον καθαρὸν ἢ κανδήλαν μετὰ καθαροῦ ὡσαύτως ἐλαίου ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῶν ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης καὶ θυμιῶμεν εὐλαβῶς· κλίναντες δ’ ἅπαντες τὰ γόνατα, μόνον ὁ ἐνδεδυμένος τὸ ἱερὸν ἐπιτραχήλιον ἱερεὺς ἀναγινώσκει τὴν παροῦσαν ἐξορκιστικὴν εὐχὴν κατὰ τῆς μαγείας καὶ μνημονεύει ἐν τῷ οἰκείῳ τόπῳ πάντων τῶν χρηζόντων καὶ ἐπιδεομένων τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ βοηθείας καὶ ἀντιλήψεως διὰ τῶν πρεσβειῶν τῶν ἁγίων Μαρτύρων αὐτοῦ.

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

      Δέσποτα, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον· Ὃν πάλαι ποτὲ οὐκ ἐγίνωσκον, ἀλλὰ καὶ ἐδίωκον· Ὅστις ηὐδόκησας ἵνα, ἔνθα πρότερον ἐπλεόναζεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερπερισσεύσῃ ὕστερον ἡ Σὴ Χάρις· Σὲ τοίνυν δυσωπῶ ὁ ἀνάξιος καὶ ταπεινὸς δοῦλός Σου Κυπριανός, ὁ ἐλθὼν εἰς θεογνωσίαν διὰ τῆς πιστῆς καὶ τιμίας δούλης Σου παρθένου Ἰουστίνης.

      γώ, Κύριε, τῇ συνεργίᾳ τοῦ ἀλλοτρίου, ἐντελῶς φανταστικῶς μετέστρεφον τὸ θέρος εἰς χειμῶνα καὶ ἀντιθέτως· ἐκράτουν τὰ νέφη καὶ οὐκ ἔβρεχον· ἔδενον τὴν γῆν καὶ οὐκ ἔδιδε τοὺς καρποὺς αὐτῆς· τὰς ἀμπέλους καὶ οὐκ ἐβλάστανον· τοὺς κήπους καὶ οὐκ ἐποίουν λάχανα· τὰ δένδρα καὶ οὐκ ἐκαρποφόρουν· τοὺς μύλους καὶ οὐ περιεστρέφοντο· τὰ ἐργαστήρια καὶ οὐκ εἰργάζοντο· τοὺς ποταμοὺς καὶ οὐκ ἔῤῥεον· τὰ πλοῖα καὶ οὐκ ἔπλεον· τὰ ποίμνια τῶν προβάτων καὶ οὐκ ἐποίουν γάλα· τὰς αἶγας καὶ οὐκ ἐγέννων· τοὺς ἄνδρας καὶ οὐκ ἠδύναντο μιχθῆναι μετὰ τῶν γυναικῶν αὐτῶν· τὰς μητέρας καὶ οὐκ ἐτεκνοποίουν· τοὺς ἁλιεῖς καὶ οὐκ ἡλίευον· προεκάλουν δὲ εἰς τοὺς συγγενεῖς ἔχθραν ἀδιάλλακτον καὶ ἄλλας κακίας ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

      Νῦν, ὅμως, Θεὲ καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, δέομαί Σου, ἐγώ, ὁ πολλὰ ἠλεημένος ὑπὸ Σοῦ· σύντριψον πάσας τὰς ἐναντίας δυνάμεις ἐκ παντὸς τόπου τῆς δεσποτείας Σου, ἀπομάκρυνον τὰ τῆς μαγείας ἔργα, λῦσον καὶ ἀφάνισον τὰς πονηρίας τῶν δαιμόνων, ἀπόστρεψον, κατάργησον καὶ φυγάδευσον τὰ τοῦ σκότους ὄργανα, πάντα δὲ τὰ δεδεμένα ὑπὸ σατανικοῦ δεσμοῦ, ἄψυχά τε καὶ ἔμψυχα, ἐλευθέρωσον, ἵνα τὰ τῆς φύσεως αὐτῶν ἀνεμποδίστως ἐνεργήσωσιν, ἤτοι τὰ νέφη δώσωσιν ὑετὸν ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν· ἡ γῆ δῷ τὰ γεννήματα αὐτῆς εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν· οἱ ἀμπελῶνες εὐφορήσωσι πλῆθος βοτρύων· οἱ κῆποι ποιήσωσι τὰ λάχανα αὐτῶν· τὰ δένδρα καὶ οἱ ἀγροὶ ἀφθόνως καρποφορήσωσιν· οἱ μῦλοι καὶ τὰ πλοῖα ἐλευθέρως κινηθῶσι· τὰ πρόβατα καὶ αἱ αἶγες ποιήσωσι γάλα καὶ ἀκωλύτως γεννήσωσιν· αἱ μέλισσαι δῶσι μέλι ἡδὺ καὶ οἱ βόμβυκες παραγάγωσι τὴν μέταξαν· ἔτι δὲ πᾶσα γυνὴ εὐκόλως γεννήσῃ καὶ πᾶς ἁλιεύς, μελισσοκόμος, τεχνίτης καὶ ἐπιστήμων, ἔμπορος, ἄρχων καὶ ἀρχόμενος καὶ πάντες οἱ ἄνθρωποι τὰς ἐργασίας αὐτῶν ἐλευθέρως ἐκτελέσωσι.

     Ναί, Κύριε Σαββαώθ, ἐπάκουσον ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου δεομένου καὶ λύτρωσον τὰ πλάσματά Σου ἀπὸ πάσης ὀργῆς τε καὶ ἀσθενείας, ἀπὸ παντὸς δεσμοῦ καὶ μαγείας, ἀπὸ πάσης φαρμακείας καὶ γοητείας, βασκανίας καὶ καταλαλιᾶς, ἀμελείας ἢ νωθρότητος, ἀφροσύνης, ἀδυναμίας καὶ ἀπογνώσεως, ἀπὸ πάσης ἀδικίας, πλάνης καὶ ἀπάτης, ἐμποδίου καὶ δυσπραγίας, φθόνου καὶ ἀσπλαγχνίας, λαιμαργίας καὶ ἀκρατείας, ὡς καὶ ἀπὸ πάσης ἄλλης ἐνεργείας τῆς ἐκ τῆς κακίας τοῦ ἀρχαίου δράκοντος προερχομένης.

      Προσέτι, Δέσποτα καὶ Δημιουργὲ τοῦ παντός, καθικετεύω Σε, ὅπως τὸν δοῦλόν Σου (δεῖνα), τὸν προσελθόντα μετὰ πίστεως, ἐφ οὗ καὶ ἡ εὐχὴ αὕτη ἀναγινώσκεται, ἐλευθερώσῃς καὶ λυτρώσῃς, σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ καὶ τοῖς πράγμασιν αὐτοῦ, ἀπὸ πάσης ἀσθενείας καὶ ὥρας κακῆς καὶ παντὸς δαίμονος καὶ ἀντικειμένης δυνάμεως, τῇ χάριτι καὶ ἀμέτρῳ φιλανθρωπίᾳ Σου· καὶ εἰ τυχὸν ἔχει πνεῦμα πονηρίας ἢ δεδεμένος ἐστι διὰ μαγείας ἢ γοητείας καὶ φαρμακείας, φθόνου καὶ καταλαλιᾶς, βασκανίας, κατάρας καὶ ἀναθέματος, ἀφορισμοῦ καὶ πάσης βλασφημίας καὶ λοιπῶν ἔργων πονηρίας, ἅτινα ἐνήργησαν αὐτῷ ἐκ μισανθρωπίας πονηροί τινες, λυθήτωσαν, καταργηθήτωσαν, ἐκριζωθήτωσαν, διαῤῥηχθήτωσαν καὶ ὡσεὶ καπνὸς ἐκλιπέτωσαν καὶ ἀπολεσθήτωσαν τὰ τῆς μαγείας ἔργα ἐκ παντὸς τόπου, ἔνθα εἰσι κεκρυμμένα καὶ πεποιημένα, εἴτε ἐν τῇ γῇ ἢ τῇ θαλάσσῃ, εἴτε κάτωθεν ἢ ἄνωθεν θύρας τινός, εἴτε ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ οἴκου αὐτοῦ, ἢ ἐν φρέατι, ἢ ἐν μνήματι καὶ παντὶ τόπῳ, ὃν Σὺ μόνον γινώσκεις.

     πέλασον, Κύριε, τῇ πανσθενουργῷ Σου δυνάμει, ἀπὸ τοῦ δούλου Σου (δεῖνος) καὶ παντὸς τοῦ οἴκου αὐτοῦ, πάσας τὰς τέχνας τοῦ τῆς κακίας ἐφευρέτου, εἴτε αὗται ἐχαράχθησαν ἢ ἐνεγράφησαν ἐν δέρματι ἀλόγου, ἢ ἐν σιδήρῳ, ἢ ἐν λίθῳ, ἢ ἐν ξύλῳ, ἢ γραμματίῳ, διὰ μελάνης ἢ αἵματος ἀνθρώπου ἢ ζώου, ἢ διὰ μολύβδου, ἢ κινναβάρεως, ἢ διὰ τινος ζωμοῦ, ἢ δι’ ἄλλου τινός.

      Ναί, Κύριε, ἀφάνισον τὰ τοῦ διαβόλου ἔργα, εἴτε ταῦτα παρεσκευάσθησαν διὰ χρυσοῦ, ἀργύρου ἢ ἄλλου τινὸς μετάλλου, εἴτε δι’ ὀστῶν ἢ ὀνύχων ἀνθρώπων, ζώων καὶ πτηνῶν, ζώντων τε καὶ τεθνεώτων, εἴτε διὰ χώματος ἐκ μνήματος, εἴτε ταῦτα διεπεράσθησαν διὰ καρφίου ἢ βελόνης ἢ πασσάλου τινός, εἴτε ἐδέθησαν διὰ μαλλίου, ἢ βάμβακος, ἢ μετάξης, ἢ λίνου, ἢ καννάβεως, ἢ διὰ βρόγχου, ἢ σχοίνου, ἢ δι’ ἄλλου τινός χόρτου, εἴτε ἐποιήθησαν ἐν κοχλάζοντι ὕδατι ἢ κοίλῳ ξύλῳ ἢ ἄλλῳ τρόπῳ, ὃν Σύ, Κύριε, ὡς Παντογνώστης γινώσκεις κάλλιον πάντων.

     Δέομαί Σου, Δέσποτα Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, καὶ τοῦ ἀνάρχου Σου Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἐλευθερώσῃς, τῷ ὀνόματί Σου τῷ ἁγίῳ καὶ τῇ δυνάμει τοῦ τιμίου Σταυροῦ Σου, τὴν πεπεδεμένην ψυχὴν τοῦ δούλου Σου (δεῖνος) καὶ ζωώσῃς αὐτήν· ἡ δὲ Σὴ δεξιὰ εἴη αὐτῷ καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ σκέπη καὶ βοήθεια, παρέχουσα αὐτῷ διὰ παντὸς χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν· ὅτι εὐλογημένος καὶ δεδοξασμένος ὑπάρχεις, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

     ναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ καὶ φυγέτωσαν ἀπό προσώπου Αὐτοῦ οἱ μισοῦντες Αὐτόν.

     Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ τιμίου Σταυροῦ Σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις.

     ἀήττητος καὶ ἀκατάλυτος καὶ θεία δύναμις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

     Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου, τὸν Σταυρόν Σου ἡμῖν δέδοκας· φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τὴν δύναμιν, ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾶ, καὶ θάνατον κατήργησε· διὰ τοῦτο προσκυνοῦμεν τὴν Ταφήν Σου καὶ τὴν Ἔγερσιν.

     Τῷ Σῷ Σταυρῷ, Χριστὲ Σωτήρ, ὁδήγησον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν Σου, καὶ ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ· ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀνάστησον ἡμᾶς πεσόντας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἐκτείνας τὴν χεῖρά Σου, φιλάνθρωπε Κύριε, τῇ πρεσβείᾳ τῶν ἁγίων Σου.

     Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης· Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας· Σταυρός, βασιλέων τὸ κραταίωμα· Σταυρός, πιστῶν τὸ στήριγμα· Σταυρός, ἀγγέλων ἡ δόξα, καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα.

     Τῇ πρεσβείᾳ, Κύριε, πάντων τῷν ἁγίων καὶ τῆς Θεοτόκου, τὴν Σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν καὶ ἐλέησον ἡμᾶς ὡς μόνος οἰκτίρμων.


—ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως,
τῇ φωταυγείᾳ,
σκότος ἔλιπες,
τῆς ἀσεβείας,
καὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας
γεγένησαι·
ποιμαντικῶς γὰρ
φαιδρύνας τὸν βίον σου,
Κυπριανὲ
τῇ ἀθλήσει δεδόξασαι.
Πάτερ Ὅσιε,
τὸν Κτίστην ἡμῖν ἱλέωσαι,
ὁμοῦ σὺν Ἰουστίνῃ
τῇ θεόφρονι.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος,
τῇ χορηγίᾳ,
φῶς προσέλαβες,
θεογνωσίας,
Κυπριανὲ
καταισχύνας τὸν δράκοντα·
καὶ μαρτυρίου τὸν δρόμον
διήνυσας,
σὺν Ἰουστίνῃ ὁμοῦ
τῇ θεόφρονι·
μεθ’ ἧς πρέσβευε,
Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι,
δωρήσασθαι ἡμῖν
τὸ μέγα ἔλεος.

—ΕΤΕΡΟΝ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ—
Ἦχος πλ. α΄. Τὸ συνάναρχον Λόγον.
πιστρέψας ἐκ πλάνης
πρὸς τὴν εὐσέβειαν,
Κυπριανὲ θεοφάντωρ
τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ,
Ἱεράρχης καὶ σοφὸς ποιμὴν
γεγένησαι,
καὶ ἀθλήσας ἀνδρικῶς,
σὺν Ἰουστίνῃ τῇ σεμνῇ,
καθείλετε τὴν ἀπάτην·
μεθ’ ἧς Χριστὸν ἐκδυσώπει,
ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

—ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος α΄. Χορὸς Ἀγγελικός.
κ τέχνης μαγικῆς,
ἐπιστρέψας θεόφρον,
πρὸς γνῶσιν θεϊκήν,
ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ,
ἀκέστωρ σοφώτατος,
τὰς ἰάσεις δωρούμενος,
τοῖς τιμῶσί σε,
Κυπριανὲ σὺν Ἰουστίνῃ·
μεθ’ ἧς πρέσβευε,
τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ,
σωθῆναι τοὺς δούλους σου.

—ΕΤΕΡΟΝ ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ—
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
ἐκ τῆς πλάνης
ὡς ἀστὴρ ἀναλάμψας,
καὶ ἀπὸ μάγων
ἱερὸς θεοφάντωρ,
Κυπριανὸς ὁ μέγας
ἀνυμνείσθω μοι·
τούτῳ συντιμάσθω δέ,
ἡ σεμνὴ Ἰουστῖνα·
ἅμα γὰρ συνήθλησαν,
εὐσεβείας τὸ σκάμμα·
καὶ νῦν ὁμοῦ
πρεσβεύουσι Χριστῷ,
ἡμῖν διδόναι,
πταισμάτων συγχώρησιν.

—ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ—
Πλάνης σοφιστείας ἀπολιπών,
τῆς θείας σοφίας,
ἀνεδείχθης λαμπρὸς φωστήρ,
καὶ σὺν Ἰουστίνῃ,
Κυπριανὲ ἀθλήσας,
τῆς ἄνω βασιλείας,
ἄμφω ἐτύχετε.



Η «Ευχή του Αγίου Κυπριανού»
—Αναγκαίες διευκρινήσεις—

     Υπό το όνομα του αγίου Κυπριανού διασώζονται επτά εξορκιστικές ευχές, μία από τις οποίες είναι αυτή που κυκλοφορεί ευρύτατα σε διάφορα φυλλάδια και βιβλιάρια: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ κρατῶν καὶ κυβερνῶν τὰ πάντα, ἅγιος καὶ δεδοξασμένος ὑπάρχεις…».
     Η ευχή αυτή αποδίδεται στον άγιο Κυπριανό, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι ο συντάκτης της είναι όντως ο άγιος· ίσως ο βασικός πυρήνας της ευχής να είναι πράγματι του αγίου, όμως το κείμενο της εξορκιστικής αυτής ευχής, της φερομένης επ’ ονόματι του αγίου Κυπριανού, πάσχει πολύ εφόσον περιέχει ασυνταξίες, ανορθογραφίες, επαναλήψεις, σκοτεινά και ασύνδετα νοήματα και, γενικά, διακρίνεται για την γλωσσική, συντακτική και νοηματική ανομοιογένεια, τα οποία μαρτυρούν σαφώς την λαϊκή της προέλευση και ότι δεν είναι έργο ενός μόνον προσώπου.
     Επειδή δεν θεωρούμε αρμόδιους τους εαυτούς μας να υποβληθούμε στην προσπάθεια να αναδείξουμε το πιθανό αρχικό κείμενο της ευχής αυτής, επιχειρήσαμε απλώς και μόνον, με τα ίδια βεβαίως υλικά, μία αναδιάρθρωση και τακτοποίηση στα νοήματα, το συντακτικό και την ορθογραφία, αφαιρέσαμε ολίγες λέξεις και προσθέσαμε κάποιες άλλες για την κάλυψη των κενών.
     Εν τούτοις, η επέμβαση αυτή δεν αλλοιώνει την ταυτότητα και πατρότητα της ευχής, ούτε είναι άγνωστη ιστορικά αυτή η μορφή των επεμβάσεων, όταν ληφθεί υπόψη ότι στο παρελθόν είχαμε σύνταξη ευχών ως «εκ προσώπου» ενός προγενέστερου αγίου για εκκλησιαστική χρήση.
     Ένα σχετικό μαρτυρούμενο παράδειγμα είναι αρκετά εύγλωττο: ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στην μνήμη του αγίου Μοδέστου του Α΄, επισκόπου Ιεροσολύμων, την 16η Δεκεμβρίου μας πληροφορεί τα εξής: «Σημείωσαι, ὅτι ἡ ἐμὴ ἀδυναμία συνέθεσε μίαν εὐχὴν ἐκ προσώπου τοῦ ἁγίου Μοδέστου, λεγομένην εἰς πᾶσαν θανατηφόρον ἀσθένειαν τῶν ζώων, κατ’ αἴτησιν τινῶν πατέρων, τὴν ὁποίαν ὅρα εἰς τὸ τέλος τοῦ παρόντος (τόμου τοῦ) Δεκεμβρίου» (βλ. Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου· «Συναξαριστής των ΙΒ΄ μηνών του ενιαυτού», τόμ. Α΄, σελ. 370, έκδ. Σεργίου Χ. Ραφτάνη, Ζάκυνθος 1868).

[Από την «Ιερά Ακολουθία» των Αγίων, σελ. 92.]


[(1) Αγίου Νικοδήμου 
του Αγιορείτου:
«Συναξαριστής
(μαζί με το “Νέο Μαρτυρολόγιο”
και το “Νέο Εκλόγιο”)»
–Απόδοση στη Νεοελληνική–
Τόμ. Α΄ (Σεπτ.–Οκτ.),
σελ. 259–261,
Έκδοσις 
Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου,
Ιερά Καλύβη
«Άγιος Σπυρίδων Α΄»,
Νέα Σκήτη – Άγιον Όρος,
Απρίλιος 2011.
(2) «Ιερά Ακολουθία
των αγίων ενδόξων μαρτύρων
Κυπριανού και Ιουστίνης»·
σελ. 20, 26, 32, 54, 8992.
Έκδοση Ιεράς Μονής
Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης·
Φυλή Αττικής,
Δεκέμβριος 2004.
(3) Γερασίμου Μοναχού
Μικραγιαννανίτου
Υμνογράφου της Μ.Χ.Ε. ():
«Ενιαύσιος Στέφανος»·
σελ. 59–60.
Έκδοση Καλύβης Τιμίου Προδρόμου
Σκήτη Μικράς Αγίας Άννης,
Άγιον Όρος, 2006.
(4) Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου:
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας»·
σελ. 20–21.
Διασκευή εκ του Γαλλικού:
Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Εκδόσεις «Ίνδικτος»·
Αθήναι, Οκτώβριος 20092.
(5) Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]







Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
των αναρτήσεων από το «Ειλητάριον»,
αρκεί να αναφέρεται απαραίτητα
ως πηγή προέλευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου