Τὸ Εἰλητάριον. «Γράψον ἃ εἶδες καὶ ἅ εἰσι» (Ἀποκ. α΄ 19).



Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ

Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ


     Η Χαναναία ζητούσε από τον Χριστό μας να κάνει καλά την κόρη της και, παρόλο που οι μαθητές αντέδρασαν στο γεγονός αυτό, αυτή συνέχισε να τρέχει πεισματικά και επίμονα πίσω από τον Χριστό ζητώντας την ίασή της. Ο Κύριος, υπακούοντας φαινομενικά στους μαθητές, αρνείται τη θεραπεία της κόρης της Χαναναίας με την πρόφαση ότι αυτή δεν είναι μέλος των αγαπημένων Του τέκνων από τη φυλή του Ισραήλ. Αυτή όμως, λαμβάνοντας αυτή την άρνηση του Χριστού ως δυνατότητα νέας ικεσίας, ξαναζητά από τον Χριστό τη θεραπεία, αναγνωρίζοντας πως δεν ανήκει βεβαίως στα εκλεκτά παιδιά, παρόλα αυτά ακόμη και τα σκυλιά ικανοποιούν την πείνα τους από τα ψίχουλα που πέφτουν από τα τραπέζια των κυρίων τους, ταπεινώνοντας δηλαδή τον εαυτό της και θέτοντάς τον σ’ αυτό το έσχατο μέτρο.

     Ο Κύριος, ως καρδιογνώστης, ασφαλώς γνώριζε ποια είναι η καρδιά και ποια είναι η πίστη της Χαναναίας και αντιδρά αρνούμενος, για να φανεί έτσι περισσότερο η πίστη της και για να διαλαληθεί η πίστη της στους αιώνες. Ποια είναι η πίστη της και ποιο το μέτρο της; Η κινητήρια δύναμη της πίστης της Χαναναίας είναι η αγάπη για το παιδί της. Άρα, η βάση της πίστης στον Χριστό είναι η αγάπη. Η ανιδιοτελής αγάπη προς τον εαυτό μας, προς τον συνάνθρωπό μας, η αγάπη για τον Θεό, αυτή είναι η βάση της πίστης. Δεν μπορεί να λογαριαστεί πίστη, αν μέσα της δεν έχει αγάπη. Η γνησιότητα της πίστης μ’ αυτό το μέτρο μετράται, δηλαδή με το βαθμό της αγάπης.

     Ο Κύριός μας, λοιπόν, θέλοντας να δείξει το μέτρο της πίστεώς της, τη διώχνει, αλλά αυτή επιμένει. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει πως, ακόμη κι αν ο Ίδιος ο Θεός βγάλει απορριπτική απόφαση για τον άνθρωπο και σ’ αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος να μην απελπίζεται, αλλά να επιμένει στο αίτημά του, στο θεοφιλές αίτημά του, που κατεργάζεται τη σωτηρία του. Ακόμη κι αν η απόφαση του Θεού για τον άνθρωπο είναι ειλημμένη, ο άνθρωπος να επιμένει να «εκβιάζει» τον Θεό. Γιατί ο Θεός «εκβιάζεται» από τον άνθρωπο, για να φανεί το μέτρο της αγάπης, της πίστης και της ελευθερίας του προς τον Θεό.

     Επομένως, όταν ο Χριστός μάς αρνείται και μας διώχνει, είναι γιατί πραγματικά μας θέλει κοντά Του. Και, αληθινά κοντά σε κάποιον είναι εκείνος, του οποίου η ελευθερία δοκιμάσθηκε στον πόνο, στην άρνηση και στον πειρασμό. Για να αποδειχθεί και να μαρτυρηθεί έτσι η βεβαιότητα, ότι θέλουμε στ’ αλήθεια να είμαστε κοντά σε κάποιον.

     Ισχυρίζεται ο σημερινός άνθρωπος ότι οι σχέσεις του είναι «αληθινές»· αλλά σχέσεις που δεν δοκιμάζονται στον πόνο και την άρνηση, δεν είναι αληθινές σχέσεις. Ο Κύριος, λοιπόν, γνωρίζει πολύ καλά πως το αληθινό γεννάται πάντα μέσα από τον πόνο, γνωρίζει πολύ καλά πως η γόνιμη περίοδος κατά την οποία καρποφορεί πνευματικά η καρδιά του ανθρώπου, είναι εκείνη της λεγομένης «Θεοεγκατάλειψης», κατά την οποία μας αρνείται ο Θεός, όταν αίρει τη Χάρη Του από εμάς, ακριβώς για να δοκιμασθεί η καρδιά μας και να καλλιεργηθεί η ελευθερία μας.


     Η πνευματική ενηλικίωση, ο πνευματικός τοκετός του ανθρώπου συμβαίνει, όταν φαινομενικά μας αρνείται ο Θεός τα δώρα Του, αλλά ωστόσο εμείς επιμένουμε να Τον ζητούμε. Αυτός ο εσωτερικός πνευματικός πόνος, τον οποίο αγνοεί ο σημερινός άνθρωπος της εκκοσμίκευσης, ο άνθρωπος που κρίνει τα πράγματα κατά τα φαινόμενα, απωθείται. Όμως αυτός ο εσωτερικός πόνος της αναζήτησης του Θεού, που αν και μας αρνείται τα δώρα Του, εμείς επιμένουμε και μέσα από την άρνηση αυτή αντλούμε δυνατότητα προσευχής, όπως η Χαναναία, αυτό είναι η αιτία και ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται ο πνευματικός άνθρωπος.

     Δεν μας μορφώνουν τα βιβλία, δεν μας μορφώνουν ακόμη και τα ίδια τα Μυστήρια, αν ο άνθρωπος δεν μπει σ’ αυτό το ασκητικό φρόνημα. Και «ασκητικό φρόνημα», σημαίνει να σταυρώνω τις επιθυμίες και πίσω από εκεί που υπάρχει απελπισία, να γεννηθεί ελπίδα. Από την απελπισία, ακόμη και τότε που νομίζουμε ότι ο Θεός μάς αρνείται, από αυτή την άρνηση να γεννηθεί μέσα μας δυνατότητα προσευχής.

     Αυτή η ασκητική προσευχή, που προσφέρει στον άνθρωπο την πνευματική γνώση, που προκαλεί στον άνθρωπο την πνευματική συμπάθεια και αγάπη, που γεννά την πνευματική ευαισθησία, ούτως ώστε η καρδιά να μην ανέχεται να χάνεται κανένας άνθρωπος μακριά από τον Θεό. Αυτή, λοιπόν, η δυνατότητα είναι που μας εισάγει σ’ έναν άλλο τρόπο πνευματικής σκέψης και πνευματικής αίσθησης.

     Εάν θέλουμε να δούμε ποια είναι η ασθένειά μας, εάν θέλουμε να δούμε ποια είναι η ασθένεια του κόσμου, ακόμα και των ανθρώπων της Εκκλησίας, εάν θέλουμε να δούμε πώς μετράται η εκκοσμίκευση των μελών της Εκκλησίας, μ’ αυτόν τον τρόπο μετράται. Ο άνθρωπος όμως θέλει όλα τα πράγματα έτοιμα, θέλει τα δώρα του Θεού εξασφαλισμένα και μετρά την αγάπη του Θεού και των άλλων κατά το βαθμό που του ικανοποιούνται τα μεταπτωτικά αιτήματα και χατίρια.

       Μια σχέση η οποία δεν έχει περάσει και μέσα από τον πόνο της άρνησης, δεν μπορεί να γίνει αληθινή σχέση. Μ’ αυτή την έννοια, ζούμε μια (αλλοτριωμένη και μεταλλαγμένη) Εκκλησία που θέλει στην ουσία ν’ αρνείται το Σταυρό, που θέλει να πορεύεται με άνεση προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Αλλά όταν πορεύεσαι «με άνεση» προς τη Βασιλεία των Ουρανών, χωρίς την αίσθηση και την πείρα του Σταυρού, ακόμη και τον Παράδεισο να σου χαρίσουν, δεν θα τον υποψιαστείς και δεν θα τον αναγνωρίσεις…

ΑΡΧΙΜ. ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΓΙΑΓΚΟΥ


[π. Βαρνάβα Γιάγκου:
«Αμαρτωλών Εκκλησία»,
κεφ. 20ο, σελ. 187–192,
εκδόσεις «Αρχονταρίκι»,
Αθήνα, Απρίλιος 2015.]








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου